Τα τραγούδια που αγαπούσα είχαν ταμπέλες: όνομα, ημερομηνία, γεγονός, συναίσθημα, λόγια, σκέψεις, όνειρα, όλα κινούμενα σε ένα βασικό άξονα, εσένα.
Ξέρεις, ο χρόνος τα ξέχασε αυτά.
Ο χρόνος έκανε αυτό για το οποίο «δημιουργήθηκε»: πήρε μαζί του πολλά, αν όχι όλα.
Μαζί με τα πολλά, πήρε και τα τραγούδια που είχαν το όνομα σου, ή καλύτερα απέβαλε το όνομά σου από τα τραγούδια που αγαπάω.
Άλλη θεώρηση πια, άλλα βιώματα, άλλες τρέλες, άλλες αγάπες, άλλη λογική, άλλες ιδέες, άλλη ζωή (;),....
Στίχο προς στίχο βιωμένο, από το πρώτο άκουσμα.
Αυτή είναι η μαγεία του στίχου: δίνεις πνοή στις λέξεις, αυτές αποκτούν ζωή και αυτή η ζωή ταυτίζεται με χιλιάδες άλλες ζωές, τόσο διαφορετικές και τόσο όμοιες μαζί.
Για τα ταξίδια.
Τα ταξίδια που έκανα χωρίς να κάνω ούτε βήμα.
Για τα πιο μακρινά ταξίδια που με πήγες χωρίς να το ξέρεις.
Με τα καράβια που έβλεπα από εκείνο το παράθυρο έκανα τα πιο σπουδαία και πιο δύσκολα ταξίδια.
Δεν ήσουν για μεγάλες περιπέτειες, αυτό το ήξερα.
Ούτε μπορούσες να ταξιδέψεις μαζί μου.
Ήταν μοναχικά τα ταξίδια μου, τόσο μοναχικά όσο και μοναδικά.
Ήσουν νοερός συνταξιδιώτης που άλλοτε κρατούσες το χέρι μου στις τρικυμίες κι άλλοτε τις προκαλούσες ο ίδιος, κρυφά, συνειδητά και μη.
«Προσπάθησες να είσαι κάτι άλλο κι ας μην πέτυχε».
Τώρα πια αποφεύγω τους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι κάτι άλλο.
Είναι αυτοί που δεν τα έχουν καλά με την «αλήθεια» γενικώς, αλλά κυρίως με την αλήθεια του εαυτού τους.
Δεν θέλω τέτοιους ανθρώπους στη ζωή μου.
Δεν θέλω να μαντεύω τίποτα για κανέναν.
Δεν θα ήταν όλα πιο απλά αν ήσουν πραγματικά «εσύ»;
Υπό αυτές τις συνθήκες θα ήμουν πραγματικά «εγώ».
Και θα με ήξερες.
Και θα σε ήξερα (έχοντας αποδείξεις).
«Το βλέμμα σου στα υπογραμμισμένα, να μη χαθεί εκατοστό».
Στα μη υπογραμμισμένα κρύβεται η ουσία.
Μη σου πω και στα σβησμένα...
Πάλεψα να σε κουνήσω απ’ τη βολή σου.
Όχι τόσο όσο μπορούσα, ίσως και όχι τόσο όσο ήθελα, αλλά να, ξέρεις, κι αυτοί που δείχνουν γενναίοι και ισορροπημένοι, φοβούνται....
Άλλα τολμούν να κουνηθούν απ’ τη βολή τους, κι ας είναι φοβισμένοι.
Τολμούν να ταξιδέψουν.
Λένε όλοι ότι έχουμε μία μόνο ζωή, αλλά εγώ δεν το πιστεύω.
Βιώματα δεν είναι μόνο αυτά που ζεις στον πραγματικό χώρο και χρόνο.
Βιώματα γεννούνται και στο μυαλό.
Ζωές κρυμμένες μέσα σου.
Γεννιούνται, παίρνουν ανάσα, κλαίνε, σαν τα νεογέννητα μωρά, αλλά μετά πεθαίνουν.
Αυτά τα βιώματα δεν προλαβαίνουν να φθαρούν.
Με το που φτάνουν στην κορφή, πέφτουν.
Είναι ζωές σχεδόν αγέννητες.
Τις κυοφορούμε.
Δεν έχω τρόπο να σου αποδείξω αυτές μου τις ζωές.
Αλλά αν ποτέ μιλήσουμε θα τις καταλάβεις.
Ίσως βρεις και τις δικές σου, ίσως τις αναγνωρίσεις.
Μπορεί να βρούμε και μία κοινή παρελθούσα μας ζωή.
Αυτή, κατά την οποία ήσουν πραγματικός συνταξιδιώτης.
Αυτά κατά την οποία το ρήμα «κρύβω-ομαι» είχε εξαφανιστεί.
Αυτή κατά την οποία ό,τι σκεφτόμασταν το λέγαμε.
Αλήθεια σου λέω, δεν τη θυμάμαι, αλλά είμαι σίγουρη ότι την έζησα.
Το «ευχαριστήριο» απευθύνεται σε ‘σένα και σε όλα αυτά που δεν έκανες.
Γι’αυτά κυρίως εχω ενα κρυμμένο «ευχαριστώ»
Γι’αυτό και η λέξη στην οποία κολλάω είναι φαινομενικά ασήμαντη, αλλά σ’ αυτήν κολλάω, στο «παρ’ολα αυτά», γιατί «παρ’όλα αυτά σε ευχαριστώ».
εσύ, την ησυχία σου
το βλέμμα σου στα υπογραμμισμένα
να μη χαθεί εκατοστό
Παρ’ όλ’ αυτά
παρ’ όλ’ αυτά, σε ευχαριστώ
Δεν είσαι για μεγάλες περιπέτειες
το σέβομαι
ένα περίπατο στο κέντρο, το πολύ
καμιά φορά στη θάλασσα, ως εκεί
Παρ’ όλ’ αυτά
παρ’ όλ’ αυτά, μού είναι αρκετό
Προσπάθησες να είσαι κάτι άλλο κι ας μην πέτυχε
εγώ είναι σα να γύρισα τον κόσμο
κι ας μη σε κούνησα όσο θέλω απ’ τη βολή σου
κι αν δε σε κούνησα όσο θέλω απ’ τη βολή σου
Με τα καράβια που με πήγαινες να δω
με τα καράβια που με πήγαινες να δω
ταξίδευα
Κι ας είδα τη ζωή στην τηλεόραση
κι ας διάβασα τα πάντα στα βιβλία
κι ας ήμουν και δεν ήμουνα στο πλάι σου
κι ας ήμουν και δεν ήμουνα στο πλάι σου
ταξίδευα