Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

"Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ..."

«Ηρεμία».

Πολυπόθητη.
Μια αντιστροφή του -ε- με το -η- και ο τόνος στη λήγουσα.
«Ερημιά».
Δεν είναι άκρα.
Μπορεί η μια να περιέχεται στην άλλη.
Μπορεί να ζεις την πρώτη και να κρύβεις τη δεύτερη.
Να ζεις τη δεύτερη και να την εκτιμάς λόγω της πρώτης.
Μπορεί να ζεις την ερημιά, ενώ γύρω σου υπάρχει φασαρία.
Μπορεί και το αντίθετο.
Είναι τόσο κοντά.


«Ανοσία».*
Προσθήκη ενός -η-.
«Ανο-η-σία».
Μπορεί από μια ανοησία να πάθεις ανοσία.
Μπορεί η ανοσία να είναι μια ανοησία.

Η ανοσία είναι πάντα ήρεμη.
Και πάντα έρημη.
Η ανοησία απέχει σχεδόν ένα -α- από τη νόηση.
Η νόηση δεν είναι έρημη.
Ενίοτε είναι ήρεμη.



Περίεργη η ηρεμία.
Άλλοτε την επιδιώκουμε, άλλοτε την αποστρεφόμαστε.
Όταν είσαι στο ένα άκρο, επιθυμείς το άλλο.
Σε ελκύει.
Όπως σε ελκύει ενδόμυχα το «διαφορετικό»
Αυτό που κάποιος όρισε ως «διαφορετικό».
Εσύ όμως ψάχνεις το «ίδιο».
Γιατί αυτό ξέρεις να κάνεις.
Αυτό σε βολεύει.

Κι εγώ ψάχνω τον τρόπο να κάνω πράξη τη σκέψη μου.
Από τότε που με θυμάμαι, αυτό προσπαθώ.
Μετά την ανοησία, ψάχνω την ηρεμία.
Μετά την ηρεμία ακολουθεί η ανοσία.
Και μετά πάλι ανοησία.
Ξανά και ξανά.
Για να ‘μαι κοντά στη νόηση.
Να την προσεγγίσω.

Ανοησία-νόηση.
Τι νομίζεις ότι είναι αυτό το -α-;
Επειδή λέγεται «στερητικό», πιστεύεις ότι κάνει την ουσιαστική διαφορά;
Άλφα.
Α.
Όπως «αρχή».
Η κάθε αρχή.
Τέσσερα γραμματάκια. -α-,-ρ-,-χ-,-η-.
-Αναγραμματισμός-.
-χ-,-α-,-ρ-,-η-
«χάρη».
Τα ίδια γραμματάκια πάλι.
Κάθε αρχή έχει τη χάρη της.
-Αναγραμματισμός-,ξανά.
-ρ-,-η-,-χ-,-α-
«ρηχά».
Τα ίδια τέσσερα γράμματα.
Γιατί τα βλέπεις ρηχά.
Το μυαλό σου είναι ρηχό.
Κλειστό.
-Αναγραμματισμός-
-ρ-,-α-,-χ-,-η-
«Ράχη».
Δεν αλλάζουν τα γράμματα.
Τα βλέπεις ρηχά.
Τα φορτώνεις στη ράχη σου.
Καμπουριάζεις.
Αν τα έβαζες στο μυαλό σου θα «περπατούσες» πιο άνετα.
Η «αρχή» έχει τη «χάρη» της κι εσύ είσαι στα «ρηχά» με τη «ράχη» φορτωμένη.
Και δε βλέπεις καμία αρχή.
Προσπαθείς απλώς να αντικρύσεις τη ράχη σου.
Μάταια αν δεν έχεις καθρέφτη.

Έχεις σκεφτεί ποτέ πόσα από αυτά που ζεις είναι αποτέλεσμα προαίρεσης;
Κατά πόσο η πραίρεσή σου έγινε πράξη;
Έχεις στηρίξει επαρκώς τις επιλογές σου;
Αν τις έχεις στηρίξει σε ‘σένα, εννοώ.
Κι όταν αυτές άλλαξαν, συνέχισες να τις στηρίζεις;
Τις νέες επιλογές, εννοώ.
Να σεβαστείς τις παλιές και να επιδιώξεις τις καινούριες.

Αλλαγή.
Δεν αλλάζεις από επιλογή.
Αλλάζεις γιατί αφήνεσαι σε όσα δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής.
Αφήνεσαι στα άϋλα, στο χρόνο.
Αναγκαστικά.
Έρμαια του χρόνου και της τύχης-μοίρας-Θεού-πεπρωμένου (διαλέγεις και παίρνεις ό,τι σε καλύπτει).
Μπορείς να προβλέψεις κάτι από αυτά;
Δεν μπορείς.
Σχετικότητα.
Και «μπορεί».
Ένα «μπορεί» ασαφές, παντού, πάντα.
Ανάμεσα στο «ποτέ» και το «πότε».
Ένας τόνος κάνει τη διαφορά.
Και μια στιγμή κάνει τη διαφορά.
«Στον επόμενο τόνο το “ποτέ” θα γίνει “πότε”»
Καλύτερα έτσι.
«Πότε», «ποτέ», «κάποτε».
Και τα τρία χρησιμοποιούνται τόσο για το παρελθόν, όσο και για το μέλλον.
Να βάλουμε το «ποτέ» στο πριν;
Και το «πότε» στο μετά;
Να νιώθουμε πιο ασφαλείς.
Το «κάποτε» είναι ενδιάμεσο.
Υπερέχει λόγω περισσότερων συλλαβών.

«Πίστις».
«Πύστις» (=πληροφορια <πυνθάνομαι)
Η πίστη σου δίνει πύστη;
Ή η πύστη σου δίνει πίστη;
Και τελικά σε ποιόν πιστεύεις;
Και ποιόν πιστεύεις;
Τον εαυτό σου;
Τον πιστεύεις;
Τον εμπιστεύεσαι;
Πιστεύω.
Γενικά.
Πιστεύω και σε ‘μένα.
Δεν πιστεύω σε ‘σένα.
Θα πιστέψω αν πιστέψεις κι εσύ σε ‘σένα.
Πιστεύω στον χρόνο.
Γιατί ρέει.
Μέχρι να «πιάσεις» το ένα δευτερόλεπτο, έρχεται το άλλο.
Δεν πιάνεις.
Απλώς πιστεύεις.
Πιστεύεις αυτό που έφυγε.
Πιστεύεις σε αυτό που θα έρθει.

Μετέωρος.
Μετέωρος στο «τώρα».
Εξιδανικεύεις το «πριν».
Ενίοτε το παρωδείς.
Επιλεκτική μνήμη.
Ψάχνεις οιωνούς για το «μετά».
Κι αυτό που έχεις, το «τώρα» σου, το ξοδεύεις.
Ξοδεύεσαι.
Σπαταλάς.
Χρόνο.
Εαυτό.
Ποιο από τα δύο είναι πιο «απτό»;
Ο εαυτός, ε;
Στον πλάθουν.
Και μετά του δίνεις σχήμα.
Τον καλλιεργείς.
Μα οφείλεις να ψάξεις τα «υλικά».
Το οφείλεις σε ‘σένα.
Και μετά στους ανθρώπους σου.
Και μετά στους «ξένους».
Σε όλους δίνεις.
Σε κανέναν δε δίνεσαι.
Δανείζεσαι.
Και μετά σε παίρνεις πίσω.
Και νιώθεις λίγος.
Νιώθεις «περίπου».
Μια περίπου χαρά.
Μια περίπου ευτυχία.
Μια περίπου ηρεμία.
Μια περίπου ερημιά.
Μια περίπου ζωή.
Χωρίς να ξέρεις τι λείπει για να φτάσεις την πληρότητα.
Κι όταν τη φτάνεις, τη φτύνεις.
Όπως φτύνεις και ‘σένα.
Όταν ξοδεύεσαι.
Κάθε φορά που ξοδεύεσαι.
Κάθε φορά που ξεχνάς ό,τι οφείλεις να θυμάσαι.
Κάθε φορά που θυμάσαι ό,τι οφείλεις να ξεχάσεις.
Περίπου θυμάσαι.
Περίπου ξεχνάς.

Κι εγώ περίπου γράφω.
Ή γράφω γι’ αυτό το «περίπου» που σε καθιστά ήρεμο, έρημο, ανόητο και με ανοσία.
Γράφω για τις περίπου αρχές και το περίπου τέλος.
Για την περίπου ζωή που βλέπω.
Για τους περίπου ανθρώπους.
Για τα περίπου «εσύ».
Για την περίπου σκέψη.
Και ψάχνω το αντίθετο του «περίπου».
Δεν είναι το «ακριβώς».
Δεν το βρίσκω.
Προτιμώ να το ζω.
Γράφω το «περίπου» που δεν θέλω να ζήσω.
Ζω.
Δυο μόνο γράμματα.
Μέσα σε δύο γράμματα χωράει ο καθένας.
Εγώ,
Εσύ,
Αυτός…
Ο καθένας το «ζω» του.
Περίπου ή μη.

"Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη"

"Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας..."

(*η ιδέα της ανοσίας-ανοησίας προήλθε από ένα σχόλιο του νάδα.- σε παλαιότερη ανάρτηση)


Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ

Μίλα.

Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.

Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.


Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.


Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

Ποίηση(+φωνή): Κική Δημουλά
 Άνεμος
album: Φ Χρυσός Λόγος