Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

"Κυριακή..."

Όπου υπάρχουν λέξεις δεν υπάρχουν τραγούδια.
Ή είναι απλώς συνοδευτικά.
Όπου υπάρχουν τραγούδια, δεν υπάρχουν λέξεις.
Ή είναι απλώς ενδεικτικές.
Όπου υπάρχουν πράξεις, δε χρειάζεται τίποτα.
Δεν χρειάζονται επικαλύψεις.
Η ζωή είναι εκεί έξω.
Η αλήθεια είναι εκεί έξω.
Και τα παιχνίδια είναι εκεί έξω, επίσης.
Τον ρόλο τον διαμορφώνεις και τον καθορίζεις εσύ.
Το «μέχρι που φτάνεις» το καθορίζεις εσύ.
Τη συνέχεια και το αποτέλεσμα το καθορίζεις εσύ.
Μόνο που χρειάζεται συμβατότητα.
Χρειάζεται αμοιβαιότητα.
Αν εσύ φτάνεις στο 5 κι εγώ στο 10, υπάρχει πρόβλημα.
Αν εσύ αρκείσαι στο 3 κι εγώ στο 6, υπάρχει πρόβλημα.
Αν έγω θέλω αλήθεια κι εσύ παραμύθια, υπάρχει πρόβλημα.
Αν εγώ ξέρω κι εσύ ξέρεις, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Αν εγώ καταλαβαίνω, κι εσύ αποφασίσεις ότι καταλαβαίνω, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Πρόβλημα υπάρχει όταν δεν υπάρχουν λέξεις.
Πρόβλημα υπάρχει όταν δεν ακούς ανθρώπους.
Όταν δεν σε ακούς.
Πρόβλημα υπάρχει όταν ο άνθρωπος διεκδικεί άνθρωπο, ενώ ο άλλος άνθρωπος διεκδικεί ενδείξεις.
Πρόβλημα υπάρχει όταν δεν αποφασίζεις να το λύσεις.
Κάποιος θα φταίει λίγο, κάποιος πολύ, κάτι θα φταίει, η κωλοζωή, η κωλοκοινωνία, η «λάθος εποχή» που λέει το τραγούδι και όλα θα φταίνε.
Και τίποτα.
Αυτό δεν είναι λύση.
Αυτό είναι οπτική.
Και ανάλωση.


Μια μέρα θα κρατάμε στο χέρι αλήθειες και θα τις ανταλλάζουμε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Χωρίς μαλακίες.
Χωρίς να τις αλλοιώνουμε.
Όλοι μας.


Με εκνευρίζει η αξιολόγηση των προθέσεων.
Οι προθέσεις δε με αφορούν.
Δεν επηρεάζουν κανέναν.
Οι προθέσεις δεν αλλάζουν.
Οι πράξεις γίνονται.
Με πρόθεση ή χωρίς.
Να κρατήσουμε το δεύτερο συνθετικό και να τοποθετήσουμε άλλη λεξούλα μπροστά.
Το «εκ-» για παράδειγμα.
Προτιμώ την «έκθεση» από την «πρόθεση».
Πάντα την προτιμούσα.
Προτιμώ πολλά.
Απορρίπτω ακόμη περισσότερα.
Αδειάζω το μυαλό.
Με αδειάζουν άνθρωποι.
Κλείνω τις πόρτες σε όποιο παρελθόν θελήσει να γίνει παρόν.
Ξεκινάω με αμφιβολία.
Τη διατηρώ μια-δυο μέρες.
Και μετά απορρίπτω.
Του δίνω μια-δυο μέρες διορία.
Θυμάμαι για λίγο.
Θυμάμαι μια-δυο γρατζουνιές.
Κοιτάζω μια-δυο φωτογραφίες.
Ακούω μια-δυό λέξεις του να δω τι έχει να μου πει.
Και μετά πάλι στο μπαούλο.
Στο «πριν».
Στο «παλιά».
Απορρίπτω.
Όχι ρητώς.
Σπανίως ρητώς.
Συνήθως εμπράκτως.
Με καθορισμένη πρόθεση.
Η παρελθοντολατρία δεν είναι αγαπημένη μου.
Δε νοσταλγώ το παρελθόν.
Δε με νοιάζει να θυμάμαι το παρελθόν.
Δε με νοιάζει να ξεχνάω το παρελθόν.
Φταίει που έχω αντιληφθεί απόλυτα την ετυμολογία του.


Οι σχέσεις μοιάζουν με τα μοντέλα διαπραγμάτευσης.
Διαλέγεις στρατηγική:
1.Win-win
2.Win-lose
3.Lose-lose
Η τρίτη «καίει».
Μετά τραγουδάς «δε μας συγχωρώ από φόβο χάσαμε».
Κι από άγνοια χάσαμε.
Κι από ηλιθιότητα.
Και από ανισορροπία.
Οριστικά ανέφικτοι.
Όχι.
Υποθετικά ανέφικτοι.
Οριστικά μαλάκες.


Μπήκαμε στο σύστημα των κανόνων.
Φτιάξαμε εαυτούς με κανόνες.
Και θέσαμε όρια.
Όρια αποφυγής ανθρώπινης συναναστροφής.
Να ζούμε με μυαλό.
Να έχουμε πάγο στα χέρια.
Πάγο μέσα μας.
Να αποφεύγουμε επαφή και θερμότητα.
Μη λιώσει ο πάγος.
Μη νιώσει.
Δε νιώθει ο πάγος.
Μπουκώνουμε τις στιγμές με λογική.
Να βρούμε «ηρεμία» και «ψυχραιμία».
Ψυχρ-αιμία.
Κι εκεί πάγος.
Ξέρεις πώς λέγεται αυτό;
«Εύθραυστος».
Εαυτός εύθραυστος.
Με άμυνες.
Και τα έγραφα μέσα στην άγνοιά μου: «…ασ’το να παίξει με τα χώματα…»
Γιατί «υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι», αλλά «υπάρχουν κι άτομα που γίνονται κομμάτια».


Έχω ένα εκατομμύριο κανόνες και ένα εκατομμύριο όρια.
Που δεν τα ξέρεις και δεν τα φαντάζεσαι.
Ένα εκατομμύριο κουτάκια κι ένα εκατομμύριο ορισμούς του «περίπου».
Έχω ένα εκατομμύριο «περίπου».
Και περιπτώσεις που δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω.
Που κατ’ επιλογήν δεν είναι.
Ξέρεις πώς λέγονται οι περιπτώσεις αυτές;
Αδυναμία.
Αδυναμία.
Αδυναμία μου.


Και μπορεί να μην ήταν Κυριακή.
Μπορεί να μην ήταν καν καλοκαίρι.
Αλλά «ίσως να το ‘χα φανταστεί πως θα σε γνώριζα μια Κυριακή».
«Και ήταν μεσημέρι».
«Ρωτάω αν έχεις μυστικά κι εσύ κοιτάς ψηλά στον ουρανό…»
Κι έδειχνες κάτι αστέρια.
Παγιδεύτηκα.
Παγιδεύομαι κι όταν λες τη φράση "στ' αλήθεια" (σαν τα παιδάκια).
Αυτά τα χαζά είναι οι παγίδες.

Και ας μην ήταν Κυριακή.
Κι ας είσαι απόκοσμος.


…Θα 'ρθει ο καιρός που όλα τα τραγούδια που ακούω θα πάψουν να μιλάνε για ‘σένα.


ΚΥΡΙΑΚΗ

Ίσως να το 'χα φανταστεί πως θα σε γνώριζα μια Κυριακή
Σε μια άδεια πόλη φωτεινή να στέκεις λυγερή απόκοσμη
Μιλήσαμε για μουσική που άλλος κανείς δεν ξέρει
και φάγαμε και ήπιαμε κείνο το μεσημέρι
Θεέ μου ήσουν τόσο όμορφη και ήταν καλοκαίρι

Ρωτάω αν έχεις μυστικά κι εσύ κοιτάς ψηλά στον ουρανό
Τα τσακισμένα όνειρα τα κάνεις να πετούν ψηλά μακριά από 'δω
Τα χέρια σου στα χέρια μου η ανάσα μου η δικιά σου
Ίσως να το 'χα φανταστεί πως θα 'τρεμα μπροστά σου
Τα χέρια μου στα χέρια σου η ανάσα μου δικιά σου

Ίσως να το 'χα φανταστεί
πως θα σε γνώριζα μια Κυριακή
κι όμως δεν είχα φανταστεί
πως θα 'ρθει αυτή η στιγμή
Να φεύγεις μονάχη

Τα χέρια σου στα χέρια μου η ανάσα μου δικιά σου
Να μας ενώνει η μουσική να τρέμω εδώ μπροστά σου
Τα χέρια μου στα χέρια σου η ανάσα μου δικιά σου


Στάθης Δρογώσης-Μαριέττα Φαφούτη
στίχοι-μουσική: Στάθης Δρογώσης

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

"ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ..."

Ή κάτι δεν πάει καλά ή όλα κυλούν ρολόι.
Δεν έχω αποφασίσει.
Το έχεις νιώσει;
Αυτό το ανάμικτο.
Αυτό που αποφεύγεις να προσδιορίσεις.
Που, όμως, δεν σε έχει ανάγκη.
Γιατί αυτοπροσδιορίζεται.
Και σου αυτοσυστήνεται:
«Γεια, είμαι αυτό που ήμουν πάντα», λέει.
Καταφατικά.
Η προτασούλα σου παρέχεται έτοιμη.
Και δεν έχει σημασία αν το πιστεύεις ή όχι.
Ούτε αν σε νοιάζει.
Γιατί με το που το βλέπεις θέλεις απλώς να το πάρεις μια αγκαλιά.
Αυθόρμητα.
Και συγκρατείσαι.
Και απλώς το χαϊδεύεις.
Και δεν έχεις αποφασίσει αν χαϊδεύεις την ιστορία, τον άνθρωπο ή εσένα στην εφηβεία σου.
Σαν τις μνήμες που «μετακόμισαν» πριν μερικές μέρες.
Και δε γίνεσαι πάλι 16, 18, 20.
Ούτε ο εμπνευστής μικραίνει.
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Και δεν ξέρεις σε τι βάσεις πατάς.
Δεν μπήκαν καν στον κόπο να εισβάλουν οι μνήμες.

Εγώ κι εσύ.
Εσύ κι εγώ.
Στον ίδιο χώρο.
Τόσα χρόνια μετά.
Οι υπάρξεις μας μεγαλωμένες.
Δίπλα-δίπλα.
Και αυτό που κάποτε……….
Μου δίνεται.
Που αν ποτέ σκεφτόμουν με πόση ευκολία θα μπορούσε να μου δοθεί θα γέλαγα.
Και γελάω.
Σε κοιτάζω και γελάω.
Μου φαίνεσαι αστείος.
Μου φαινόμαστε αστείοι.
Μου φαίνεται αστείο.
Με ρωτάς…
Τα απλά.
Που θα μπορούσαν να είναι και αυτονόητα.
Θα…
Σου χαμογελάω.
Ψυχόρμητα.


Δεν ξέρω πώς ορίζεται.
Είμαστε μάλλον δύο φιλόλογοι που δεν θέλουμε ορισμούς.
Κι όσο φιλόλογοι και να είμαστε, τις λέξεις δεν τις χρησιμοποιούμε.
Μπορει να λέγεται κύκλος.
Χωρίς εμπνεύσεις πια.
Ο τίτλος είναι για λόγους συνεννόησης.
Θα ‘σαι πάντα ο εμπνευστής.
Τιμητικά.
Χωρίς εμνεύσεις πια.
Δεδομένο.
Μα και χωρίς τη λέξη «χωρίς».
Δεν υπάρχει «χωρίς» πια.
Και δεν ξέρω αν υπάρχει και χώρος.


Ένα χαμόγελο, μια σύγχυση και μια αμηχανία.
Και κάτι μάτια που τα αγαπάω με όλη μου την αθωότητα.
Ή με όλη την ανάμνηση της αθωότητας.
Ή με όλη την ανάμνηση.
Το πρόβλημα είναι ότι η αθωότητα είναι σχεδόν ξεπουλημένη έννοια.
Όχι.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα.
Είμαστε ακόμα ό,τι ήμασταν πριν 9 χρόνια.
Δυο άνθρωποι που συναντήθηκαν σ’αυτή τη ζωή.
Να λύσουν κάτι.
Να λυθούν.
Είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, μεγαλωμένοι.
Διαφορετικοί.
Που κρατούν μια ιστορία κάπου μέσα τους.
Που κρατούν.
Σχεδόν μαγικά και σχεδον ηλίθια.
Κρατούν.
Ο ένας τον άλλον.
Κάτι μας δένει.
Απροσδιόριστο.
Κι αυτό που λέγεται «ζωή» δεν μας αφήνει.
Σαν καμπανάκι υπενθύμισης με την υποσημείωση:
«τί ήμασταν ο ένας για τον άλλον».
Τί είμαστε ο ένας για τον άλλον;

Είμαστε οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι του κόσμου.
Μα «κάπου θα υπήρχε η ίδια ρίζα».
Και ακόμα εντυπωσιάζομαι που όταν σε βλέπω έχω μια χαρά εφηβική.
Και κάποτε είπα ότι μου πρόσθεσες χρόνια στην πλάτη.
Τα παίρνεις πίσω.
Αλλά δε γυρνάμε πίσω.
Κάπου πάμε.
Σχεδόν παράλληλα.
Οι ζωές μας κάθε τόσο διασταυρώνονται.
Σαν χρωστούμενες.
Δυο ζωές χρωστούμενες.
Ένα «μέλλον» κι ένα «μάλλον» με τόσο κοινή αβεβαιότητα.
«Το "μάλλον" απ’το παρελθόν».
http://www.youtube.com/watch?v=diWPYplQ7T8

Σα να δίνουν κάθε τόσο ραντεβού οι ζωές.
Να θυμηθούμε ότι υπήρξαμε.
Να σκεφτούμε αν θα υπάρξουμε.
Με «μάλλον» και «μέλλον».

Δεν έχω κανένα άλλοθι να με αθωώνει.
Αλλά το πιο περίεργο είναι ότι δεν έχω και τίποτα που να με κατηγορεί πια.
Εννιά χρόνια μετά με άλλα δεδομένα.
Δεν είμαι tabula rasa και δεν μπορείς να γράψεις μέσα μου.
Το αντίθετο.
Ξέρω καλά τι είμαι και αφήνομαι στο να «γίνομαι» και να «διαμορφώνομαι».
Δεν έχω ιδέα τι είσαι.
Δεν έχω ιδέα αν είσαι ό,τι ήσουν.
Δεν είμαι ό,τι ήμουν.
Κι αν είσαι κάτι δεν έχω ιδέα ποιο είναι το «εύρος» σου.
Δεν ξέρω που είσαι, αλλά το πιο σίγουρο είναι ότι δεν ξέρω που είμαι εγώ.

Καμία «λέξη» δεν παίζει μαζί μας.
Μόνο ο αναγραμματισμός της μας παιδεύει μυστηριωδώς: μια ηλίθια «έλξη».
Αδικαιολόγητη πια.
Και δεν πρόκειται για άγνοια.
Πρόκειται για κάτι μοιράσματα που ούτε κι αυτά τα έχω ορίσει.
Κι αν ψάξεις αυτή τη στιγμή τη ζωή μου σε ένα περίεργο «αφήνομαι» θα σταθείς.
Στον χρόνο αφήνομαι.
Δεν ψάχνω.
Δεν πάω γυρεύοντας.
Δεν ξέρω.
Διώκω την τύχη μου.
Μάλλον, με διώκει η τύχη.
Ό,τι τύχη τύχει.
Έχω πάρει ρεπό.
Ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα απ’ό,τι θα ήθελα.
Το μυαλό μου γεμίζει με περισσότερα απ’όσα θα ήθελα.
Οι εγκεφαλικοί εισβολείς σε συγκεκριμένες θέσεις.
Στην πόρτα του μυαλού υπάρχει face control.
«Περιορισμένης διαθεσιμότητας και ενέργειας», γράφει.

Περιορίζω.
Δεν περιορίζομαι.
Άγνοια.
Αμφιβάλλω.
Συνεχώς.
Θα αμφιβάλλω και θα αμφιβάλω.
Για ‘σένα με ένα -λ-.
Για ‘μένα με –λλ-.
Τα κουτάκια που κρατάω σφραγισμένα και τοποθετημένα δεν τα κοιτάω.
Κάποια χαλαρώνουν γιατί δε φοβούνται.
Κάποια κλείνουν πιο σφιχτά.
Αμύνομαι.
«Βόλτα στα σύννεφα που πάντα γυρνάς με τα πόδια».
Και μια αμφιβολία να διέπει τα πάντα.
Γύρω μου.
Μέσα μου.
Αόριστα και οριστικά.
Αόριστοι και μέλλοντες.

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ

Θα αμφιβάλλεις,
γιατί έτσι παίζεται αυτό
Η φαντασία σου θα βάζει στην αγάπη μου εμπόδιο
Οι συγγενείς σου , οι φίλοι απ'το δημοτικό
Ταινίες με τίτλους όπως: "Η αγάπη το βάζει στα πόδια"


Ο βίος ο σύγχρονος,
το άρωμα σου που σε κάνει ξεχωριστή
Η κάμερά σου που στέκεται στο φούτερ σου και σε κοιτάζω

Κάποιος που υπήρξε
και κάποιος που δεν ήρθε στη σωστή σου στιγμή
Εγώ παράλυτος

κι εγώ που περπατώντας το κορμί μου γυμνάζω

Θα αμφιβάλλω,

γιατί έτσι κουρδίζεται αυτό
Η εμπειρία μου θα υψώνει στο δόσιμό σου εμπόδια
Η απόδρασή μου, οι τσόντες μου σ'ένα φόλντερ κρυφό
Και τα χαρτάκια στο αμάξι από χιλιάδες διόδια


Ο βίος της Τέχνης, το στούντιο,
μ'ένα PC που κρασάρει διαρκώς
Η κάμερά μου που στέκεται στο πιάνο μου και με κοιτάζεις
Κάποια που υπήρξε

και κάποια που μ'έκανε να νιώθω μισός
Εσύ αριστούργημα κι εσύ μόνη το μέικ-απ να βγάζεις

Θα αμφιβάλλεις,

γιατί έτσι πηγαίνει αυτό
Έτσι οδηγείται, έτσι φλέγεται, έτσι ανεβαίνει στη μέρα
Έτσι το μάθαν οι άνθρωποι κάτω από τον ουρανό
Αυτό πιστέψαν οι άνθρωποι

κι αυτό πάει τον κόσμο πιο πέρα
Θα αμφιβάλλω,
γιατί έτσι πρέπει να παίξω κι εγώ
Η φαντασία μου θα βάζει στην αγάπη σου εμπόδια
Είναι ο άγραφος κώδικας, είναι το κοινό μυστικό
Είναι μια βόλτα στα σύννεφα

που πάντα γυρνάς με τα πόδια...

Φοίβος Δεληβοριάς

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

"ΦΙΛΕΝΑΔΑ..."

(το mixpod αρνήθηκε να συνεργαστεί. Το τραγούδι της ανάρτησης εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=esrHNcemFqY )

Δίνεις στα πράγματα τη διάσταση που αντέχεις.
Δίνεις στα πράγματα τη διάσταση που έχεις ανάγκη.

Ώρες-ώρες μου φαίνεται αστεία η διαμόρφωσή μας.
Και οι από κοινού ζωές μέσα στις ζωές.
Είμαστε κομμάτια ιστοριών.
Ανά δύο ή και ανά παρέα.
Μοιραζόμαστε κομματάκια ζωής.
Κι είμαστε ζωές μέσα στις ζωές.
Οι άνθρωποι μέσα μας είναι ιστοριούλες γραμμένες κατά κάποιον τρόπο.
Κάποτε ξεθωριάζουν.
Κάποτε ξαναγράφονται.


Οι αναμνήσεις, ακόμα κι αν πακετάρονται, δε μετακομίζουν.
Υπάρχουν χώροι που σε έχουν κλειδώσει μέσα τους για πάντα.
Υπάρχουν γέλια που θα αντηχούν για πάντα.
Υπάρχουν δάκρυα που πότισαν για πάντα.
Και μουσικές που κλειδώθηκαν σε χώρους για πάντα.
Ακόμα κι αν ξεκαρφιτσώθηκαν οι φωτογραφίες.
Ακόμα κι αν έφυγαν οι μοκέτες που είχαν καεί από τα τσιγάρα.
Ακόμα κι αν δε σου κάνουν τα ρούχα που φορούσες τότε.
Ακόμα κι αν χάθηκαν τα τετράδια που έκλειναν τραγούδια και ραβασάκια.
Ακόμα κι αν έσπασαν τα cd που είχες γράψει και ξαναγράψει.
Η εικόνα της ξανθούλας, αρχές Σεπτέμρη, που παίζει βόλεϊ στα κάγκελα, θα μείνει για πάντα στο μυαλό μου.

Ραντεβού στο «καρπουζόμερος» για τσιγάρο.
Ραντεβού στην ταράτσα, κρυφά, να προσπαθήσουμε να σύρουμε αργά τις καρέκλες, να μη μας ακούσουν.
Γιατί να τις σύρουμε;
Αφού κάτω θα κάτσουμε.
Και θα γυρίσουμε με βρώμικα ρούχα, μέσα στη σκόνη.
Και θα βάλουμε το στρώμα στο σαλόνι.
Εσύ θα κοιμάσαι κι εγώ θα διαβάζω λατινικά και θα σηκωθώ το πρωί να πάω στο φροντιστήριο.
Θα σου πω για τον Χρήστο.
Θα μου πεις για τον Παναγιώτη.
Θα παμε στο μικρολίμανο.
Θα παραγγείλουμε breezer καπούζι ή freddoccino.
Θα καπνίσεις.
Θα κοιτάμε τον Αλέξη και τον φίλο του.

Και μετά θα έρθεις στο σχολείο μου.
Θα πάμε στον αγιασμό με τα πόδια.
Θα σε φωνάζω «καινούργια»!
Θα σε γνωρίσω στα παιδιά και στους καθηγητές.
Θα κάτσουμε στο πρώτο θρανίο.
Θα πίνουμε φραπέ.
Θα σου κάνει παρατήρηση ο διευθυντής.
Θα γελάω και θα κρύβω τον δικό μου καφέ κάτω από το παλτό μου.
Θα ανεβαίνω στις καρέκλες και θα κάνω τον μπατμαν.
Θα ανεβαίνεις στον πίνακα να λύσεις ασκήσεις μαθηματικών και θα γελάς.
Κι εγώ θα διορθώνω όλα τα ορθογραφικά του Νικολακάκη.
Θα με σπρώχνεις και θα μου λες να βγάλω τα ακουστικά κάθε φορά που η καθηγήτρια θα στέκεται από πάνω μου.
Κι εγώ πάντα θα εκνευρίζομαι και θα σου λέω «δε με νοιάζει».
Και θα λέω ότι θα γίνω φιλόλογος.
Και θα λες ότι θα γίνεις ψυχολόγος.
Και θα διαβάζουμε.
Και θα αναστατώνουμε το σχολείο.
Θα μοιράζουμε γλειφιτζούρια στα παιδιά.
Θα σε τραβάει η Αναστασίου από το ένα χέρι κι εγώ από το άλλο μέχρι να πέσεις κάτω.
Θα κάνεις ότι στέλνεις μήνυμα κι εγώ θα κρεμάω σε ένα κορδόνι τα στυλό μου.
Θα έχουμε ένα βιβλίο και οι δύο.
Θα κάνουμε ότι χτύπησα.
Θα πάρω αποβολή και θα ζητάς να πάρεις κι εσύ.


Μετά θα βγούμε στο μπαλκόνι.
Θα κάνουμε πως διαβάζουμε και θα κοιτάμε τον τύπο που φτιάχνει το πεζοδρόμιο.
Θα μου πετάς τσιγάρα.
Θα τραγουδάμε.
Θα λέμε ότι η Μαριέττα πάει νηπιαγωγείο κι ο Δημοσθένης στο τρελοκομείο.
Κι ο Χρήστος αδέσμευτος.
Θα ποντάρουμε να βρούμε την ηλικία του.
Η Κάτια θα σου πετάει βιβλία στο κεφάλι.
Εσύ θα βάζεις επιδέσμους στο χέρι και θα λες ότι δεν μπορούσες να γράψεις.
Εγώ θα γελάω.
Θα οργανώνουμε πάρτυ με σπανακόπιτα και κεράκια.
Θα μαθαίνουμε για γάμους και η «κυρία-Ντένη» θα παίρνει τηλέφωνο να επιβεβαιώνει.
Κι εγώ θα ακούω «τα ήσυχα βράδια» στην ίδια γωνιά.
Πάνω στο κρεβάτι σου.
Θα καπνίσω πρώτη φορά κι εσύ θα με μαλώσεις.

Θα δώσουμε πανελλήνιες.
Θα λες ότι θα πέσει Ελύτης.
Θα τραγουδάς στο αμάξι στον μπαμπά σου «shut up, just shut up».
Θα μου δείχνεις το άλλο σου σπίτι…
Θα τρέμω τι θα πέσει στα αρχαία.
Θα ασχολούμαι με τον Χρήστο.
Ο Βασίλης θα μοιάζει με τον Χατζηγιάννη.
«Αυτή η νύχτα μένει» και θα μένει για πάντα.
Θα τρως σοκολάτα μετά το φροντιστήριο.
Εγώ θα κάνω δίαιτα.
Θα μου λες «στην πουτάνα πουτανιές δεν κάνουν».
Θα κοιτάς κάποιον άλλον και θα εμφανίζεται μπροστά σου ο Μάρκος.
Θα με ρωτάς κάθε Τρίτη βράδυ τι έχουμε να διαβάσουμε στη φιλοσοφία.
Δεν θα έρχεσαι ποτέ στο μάθημα της φιλοσοφίας.
Θα ακούμε Χατζηγιάννη.
Θα τραγουδάμε «Πώς χάνω τον έλεγχο».
Θα λέμε στους καθηγητές να μιλήσουμε για το «θελώπρεπο».
Θα μου κόβεις τούφες από τα μαλλιά με το ψαλιδάκι σου.
Θα σβήνω γράμματα από τα βιβλία την ώρα που διαβάζεις.
Η Φάκου θα σου πιάνει την κουβέντα.
Θα ζωγραφίζουμε το απουσιολόγιο.
Θα γίνουμε εφορευτική επιτροπή και θα βγάλουμε πρόεδρο όποιον θέλουμε έμεις.
Και δεν θα πάρει κανείς χαμπάρι.


Η μαμά σου θα ρωτάει τη μαμά μου σε ποιο φροντιστήριο θα πάω.
Η μαμά μου θα θέλει να κάνουμε παρέα.
Εγώ θα θυμώνω με τη μαμά μου.
Κι εσύ θα με συμπαθείς.
Εγώ θα σε λέω ψεύτικη και θα απορώ γιατί χαίρεσαι κάθε φορά που με βλέπεις.
Και θα σου δώσω ένα πουκάμισο για την παρέλαση.
Θα μου πεις για τον Αλέξη.
Θα σου πω για τον Μιχάλη.
Θα μου πεις για τον Κορκολή.
Θα σου πω για τον Σχοινά.

Θα σχεδιάζουμε τη συγκατοίκησή μας.
Θα έρχομαι στο σχολείο όταν θα ξαναδίνεις πανελλήνιες.
Θα αποφασίσουμε να κάνουμε αγγλικά.
Θα γράφουμε στίχους στα βιβλία μας.
Θα έχεις ντοσιέ πολύχρωμα.
Θα έχω πολύχρωμα στυλό.
Θα παίρνουμε αυτοκόλλητα.
Θα μου δώσεις ένα σαπούνι με μια τίγρη.
Θα φωνάζεις "νιάου γάτα".

Θα δώσουμε πανελλήνιες.
Θα φύγω.
Αλλά θα είμαι εκεί.
Θα φύγω.
Αλλά θα είσαι εκεί.
Και θα ξανάρθω.
Και θα έρθει και η ξανθιά.
Θα κάνω την καλόγρια.
Θα κάνεις τη Ζαΐρα.
Η ξανθιά θα μας εξηγεί για τον συνδικαλιστή.
Και θα τραγουδάει Καλομοίρα.
Θα πίνουμε χυμό μανταρίνι.
Και θα συναντιόμαστε στο παρκάκι.
Και θα τραβάμε βιντεάκια.
Και θα λέω για τον Χρήστο.
Εσύ για τον Προ.
Η ξανθια για τον Γιώργο.
Και θα ακούμε «Πόσο πολύ σ’αγάπησα» και θα κλαίμε.
Και μετά θα γελάμε.
Θα πάμε στη συναυλία του Θηβαίου και δεν θα αντέχουμε.
Θα πάμε στο «Γρηγόρη» και θα βάζουμε μαντήλια στο κεφάλι.
Θα βλέπουμε γραμμένο «Όλη μου ζωή συνενοχή και πώς γουστάρω κάτι απογεύματα με καφέ και τσιγάρο».
Θα πιάσουμε δουλειά.
Θα παίρνουμε τηλέφωνο στα lay’s.
Θα παίρνουμε τηλέφωνο όλα τα telemarketing.
Θα κάνουμε φάρσες συνέχεια.
Θα πάμε Καστοριά ανύποπτα.
Θα λέμε ότι «ο Άγγελος είμαι από Λιβανάτες».
Θα μου παίρνεις αυτοκόλλητα.
Θα προσπαθείς να με κάνεις να γελάσω τα Χριστούγεννα.
Θα κάνουμε μαζί Πρωτοχρονιά.
Και Πάσχα.
Θα διαβάζουμε ιστορία κατεύθυνσης.
Θα έχουμε την ίδια λαμπάδα.
Με κατακόκκινη πασχαλιά.
Θα πηγαίνουμε στα Πατήσια και θα λέμε «Φως».
Με μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και μαύρο παλτό.
Θα μετονομάσουμε τις "τύψεις" σε μπάμιες.
Θα "κάνω" πάντα καφέ με τον αφρό να καλύπτει τα 3/4 του ποτηριού.
Θα φτιάχνεις πάντα νερουλούς καφέδες.
Αλλά θα τους πίνουμε.
Θα έχουμε πάντα τα BF ως έσχατη λύση.
Θα στοχεύουν στο μπαλκόνι.

Θα διαβάζουμε τις εξεταστικές.
Θα βγαίνουμε στο μπαλκόνι και θα λέμε πώς θα ήταν η ζωή αν δεν είχαμε εξεταστικές.
Θα πίνουμε πάντα ούζο με χυμό.
Θα μου δίνεις το lap top σου όταν χαλάει το δικό μου.
Θα έρχεσαι στις 4 το πρωί στο σπίτι να σκοτώνεις κατσαρίδες.
Θα σου μαγειρεύω μακαρόνια με λουκάνικο γαλοπούλας.
Θα φωνάζεις «ππππποντίκι».
Θα ακούμε το «αερικό».
Θα νοικιάζουμε συνέχεια το «οι άλλοι», αλλά δεν θα δούμε ποτέ αυτή την ταινία.
Θα μπαίνουμε κι οι τρεις μαζί στις συναυλίες κι ας έχουμε διπλή πρόσκληση.
Θα ακούς Ελευθερία.
Θα χορεύεις «τα κορμιά και τα μαχαίρια».
Θα ακούμε τα «παιδιά των δρόμων» και το «combo-combo» και θα χορεύουμε χαρούμενες.
Θα με κοροιδεύεις για το «καροτσέρη» που θα είναι πάντα «καρότσερη».
Η ξανθιά θα ρωτάει ποιο είναι το όνειρο του Γιάννη.
Θα διαβάζουμε κι οι τρεις «το ροκ που παίζουν τα μάτια σου».
Θα θέλω πάντα τον Χρήστο.
Θα θέλεις πάντα τον Προ.
Η ξανθιά θα θέλει πάντα τον Γιώργο.
Θα μείνουμε για πάντα στην ίδια ηλικία.
Πάντα μία θα είναι ξενιτεμένη.
Θα συναντιόμαστε στο μικρολίμανο και θα τραγουδάμε.
Εσύ θα τσακώνεσαι με περαστικούς και ταξιτζήδες και θα λες ότι "τους έχεις".
Θα κλέβουμε μπλούζες απλωμένες και μανταλάκια.
Θα φωνάζω «Σάάάάββας» και «γατούληηη».
Θα ακούμε μέσα στο μετρό την "υβρεοπομπή" και θα την τραγουδάμε.
Θα σου κλείνω το στόμα στον ηλεκτρικό.
Θα τρομάζεις τις γιαγιάδες που κάθονται δίπλα μας στο λεωφορείο.
Θα φωνάζεις δυνατά "όόό,τι θέέέλωωω".

Και θα καθόμαστε στο ίδιο κρεβάτι.
Στην ίδια μοκέτα.
Με τον βάτραχο δίπλα.
Με την κουβέρτα που θα καίω με το τσιγάρο μου.
Με τις στάχτες που θα πετάω έξω από το τασάκι.
Θα κάνουμε κι οι τρεις το τσιγάρο του ύπνου.
Θα λέμε όλες τις λέξεις στον πληθυντικό: αγάπες και αλήθειες.

Θα πάμε πενθήμερη.
Θα φροντίζεις όλους τους μεθυσμένους.
Θα χορεύουμε τσιφτετέλι.
Θα φωνάξουμε την αστυνομία να χαλάσουμε το πάρτυ του αχώνευτου.
Θα κλειδωνόμαστε στις τουαλέτες για να καπνίσεις και μετά η Αναστασίου θα λέει ότι εγώ είμαι η ένοχη.
Θα λέω στη Φάκου ότι θα έρθω στο νοσοκομείο και θα σου φέρω λουλούδια από εκείνη και δεν θα μου βάζει απουσία.
Θα σε σπρώχνω να μπεις πρώτη στην τάξη.
Θα ονομάσουμε το μπαλόνι "Βλάσση".
Θα βγάλουμε όνομα στο κολάρο.
Θα πάρουμε χρυσόψαρο.
Θα δίνουμε ραντεβού έξω από τον παιδικό σταθμό για να τσακωθούμε.
Θα κάνω πάντα κατακόρυφο στην πόρτα σου.
Θα μετακομίσουμε στο τελευταίο θρανίο.
Θα λέω ότι δεν υπέγραψε το απουσιολόγιο ο καθηγητής της προηγούμενης ώρας και θα σε παίρνω μαζί μου να πάμε να τον ψάξουμε.
Κι εμείς θα κάνουμε βόλτες στους διαδρόμους.
Θα με ψάχνεις και θα με βρίσκεις στη βιβλιοθήκη να παρακολουθώ dvd για τον Πρωταγόρα.
Θα σου μιλάω για τα αρχαία και θα λες ότι μυρίζει παρελθόν και σκόνη.
Η ξανθιά θα ψάχνει να βρει τον λόγο που διαβάζουμε ιστορία και θα λέει: «περασμένα, ξεχασμένα ρε αδερφέ».
Δεν θα διαβάσω ποτέ Βιολογία.
Θα λέμε στον Σωτηρόπουλο να ποζάρουμε να μας βγάλει φωτογραφία.
Θα με ρωτάει για το περιβάλλον και θα του λέω για το DNA.
Θα πηγαίνουμε στον Κάλαμο και θα κάνω μπάνιο με τα ρούχα.
Θα κανονίζουμε πάντα διακοπές για τρεις και μετά θα τσακωνόμαστε.
Και θα μείνουμε κι οι τρεις στην Καστοριά.
Εκεί.
Στα γενέθλιά σου.
Θα γελάμε.
Δεν θα μεγαλώσουμε.
Θα τραβάμε βίντεο.
Θα μιλάω ακατάπαυστα και θα απορείτε αν έχω μεθύσει.
Κι εγώ δεν θα έχω πιει ούτε μια στάλα αλκοόλ.
Θα παλεύετε να με μεθύσετε.
Και να με φιλήσετε.
Η ξανθιά θα παλεύει να πει «πο-τ-οκάλι».
Θα πάμε για καφέ στο πασαλιμάνι και θα έρθει μια τρελή να κάτσει στο τραπέζι μας.
Και μετά θα μπεις στο παιδικό τρενάκι.
Ο Χρήστος πάντα θα μου δίνει κίνητρα, έμπνευση, θα τον συναντάω πάντα κρυφά και θα σας το λέω μετά.
Ο Προ θα έρχεται πάντα κάτω από το σπίτι σου και θα του χτυπάμε πάντα παλαμάκια όταν θα χορεύει τη «μολυβιά».
Ο Γιώργος θα λέει πάντα την ξανθιά "κορίτσι μου" και θα μιλάμε πάντα για την Κρήτη.

Μετά θα μείνουμε ξαπλωμένες στη μοκέτα.
Αυτή που έχει στίγματα από τις καύτρες μου.
Με τις φωτογραφίες από τον εκτυπωτή μου στον τοίχο.
Θα ξαπλώνεις στη φουσκωτή μπλε πολυθρόνα-κρεβάτι.
Κάθε φορά που γυρνάω από Κρήτη.
Θα κλαις από τη χαρά σου.
Θα σου λέω ότι βλέπω φοίνικες.
Και θα είμαι δίπλα.
Θα είμαι δίπλα.
Θα είσαι δίπλα.
Θα είμαστε δίπλα.
Και δεν θα κάνουμε ποτέ αγκαλιά αποχωρισμού.
Θα λέμε πάντα «θα τα πούμε αύριο».
Κι ας είμαι στην Κρήτη.
Κι ας είναι στην Καστοριά η ξανθιά.
Και θα λέμε πάντα «μη χαθούμε».
Και μετά θα γελάμε.
Και δεν θα μεγαλώσουμε.
Κι ας μεγαλώσαμε.
Κι ας ξεκαρφιτσώθηκαν οι φωτογραφίες.
Κι ας έφυγε η μοκέτα.
Κι ας πετάχτηκε η κουβέρτα.
Κι ας μη μου πετάς τσιγάρα.
Κι ας μη σου φέρνω γάλα και παγάκια για τον καφέ.
Κι ας μην έρχομαι από εκεί για καφέ.
Κι ας μην πηγαίνουμε στην ταράτσα να βλέπουμε αστέρια.
Κι ας μην τραγουδάμε καημούς.
Κι ας μη μιλάω πια για τον Χρήστο.
Κι ας μη μιλάς για τον Προ.
Κι ας μη μιλάει η ξανθιά για τον ναυτικό.
Έγινα φιλόλογος τελικά (κι ας ξε-έγινα!).
Έγινες ψυχολόγος.
Έφυγαν και τα τελευταία πράγματα.
Έμεινε ένα κιούπι στο μπαλκόνι.
Μπορεί να έχει μέσα κάνενα BF όταν θα ξεμείνω από τσιγάρα.
Ή κανένα χαρτάκι από αυτά που γράφαμε.
Κι ένα ζευγάρι κλειδιά από το σπίτι σου στο ντουλάπι μου.
Κι ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις.
Άδειο από έπιπλα.
Κι έτσι όπως κοιτάω δίπλα νομίζω ότι βλέπω ένα 10χρονο ξανθό, χαρούμενο κοριτσάκι να παίζει βόλεϊ.
Κι εγώ ένα στριμμένο 10χρονο…!
Να δεις που θα είμαστε στην ίδια τάξη……





ΦΙΛΕΝΑΔΑ

Σαν αστεράκι κάτω εδώ για συντροφιά μου
σαν ερημώνει και ο κόσμος κι η καρδιά μου
κοιτάζω μέσα απο του χρόνου τη σχισμάδα
και βλέπω εσένα, φιλενάδα, φιλενάδα

Τόσα καλά που μας χαρίζει η ζωή μας
χωρίς την κοριτσίστικη γιορτή μας
πές μου τι θα'τανε χωρίς την τρυφεράδα
της μοιρασιάς τους, φιλενάδα, φιλενάδα

Σαν φυσικό μοιάζει το δώρο ετούτο
δεν χωράει ευχαριστώ
μα φιλενάδα ήρθε η ώρα να στο πω

Και όταν ψάχνω μες του χρόνου τη ρυτίδα
κι εγώ σου λέω για τα τόσα που δεν είδα
πως απ'τα βάρη μας θα μείνει η ελφράδα
αυτο το ξέρεις , φιλενάδα, φιλενάδα

Κόσμος παντού μα οι πιο πολλοί μένουνε ξένοι
κι άραγε ακόμα τι μας περιμένει
σ'αυτό το αίνιγμα που ζούμε στην Ελλάδα
ώσπου να σκίσει η ομάδα, φιλενάδα

Σαν φυσικό μοιάζει το δώρο ετούτο
δεν χωράει 'φχαριστώ
μα φιλενάδα ήρθε η ώρα να σ'το πω

Και τι πειράζει αν στο δρόμο μας χαθήκαν
όνειρα, σχέδια που αλλάξαν, ξεχαστήκαν
όλα όσα γίνανε αυτά είναι τα ωραία
κι αληθινά σαν τη δική μας την παρέα

Σαν φυσικό μοιάζει το δώρο ετούτο
δεν χωράει ευχαριστώ
μα φιλενάδα ήρθε η ώρα να στο πω.
Μελίνα Τανάγρη

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

"Αν μ' αγαπάς..."

Έχω σκεφτεί άπειρες φορές πόσες άχρηστες πληροφορίες αντέχει να κουβαλάει ένα μυαλό.
Ξέρεις τι θα διέγραφα με μεγάλη μου χαρά;
Τις ημερομηνίες.
Με μελαγχολεί η ανάμνησή τους.
Μου προκαλεί μια περίεργη αναβίωση.
Μπορεί το γεγονός της ανάμνησης να νιώθω ότι δε με αφορά.
Τον εαυτό μου θυμάμαι.
Το συναίσθημα θυμάμαι.
Έχει μνήμη το συναίσθημα.
Ενοχλητικό είναι.
Ψυχρό είναι.
Μούδιασμα προκαλεί.
Και θα ‘θελα να διαγράψω το ρήμα «θυμάμαι».
Κι ας θυμάμαι.
Κι ας ενοχλούμαι.
Κι ας έχει σημασία.
Και ας μην έχει.
Και ας έχει διαγραφεί.
Και ας έχει παραγραφεί.
«Κακή συνήθεια να ξεχνάς.
Κακή συνήθεια και να θυμάσαι».


Δεν με τρόμαζε ποτέ ο μέλλων.
Ο χρόνος που θα έρθει.
Ποτέ.
Με ανακούφιση και χαρά τον περίμενα.
Ο χρόνος που έχει περάσει, όμως, ενίοτε με τρομάζει.
Οι αριθμοί με τρομάζουν.
Μετράς.
Χρόνια.
Μετράς.
Ανθρώπους.
Μετράς.
Εαυτούς.
Μετράς.
Γεγονότα.
Μετράς.
Πληροφορίες.
Μετράς.
Σκάνε αριθμοί στο μυαλό.
«9» απ’τη μία.
«8» απ’την άλλη.
«1» απ’την παράλλη.
Σημασία καμία.
Δεν είναι μνήμη ανθρώπων.
Είναι η μνήμη του εαυτού που ήρθε αντιμέτωπος με το αναπάντεχο.
Που στο παρόν δεν νοιάζεται.
Που στο παρόν απλώς θυμάται.
Και κάνει ένα υποσυνείδητο μνημόσυνο.
Μνημόσυνο εαυτού.


Είναι οι στιγμές που το «delete» θα ήταν χρήσιμο.
Που μηχανές δεν είμαστε.
Αλλά η μνήμη λειτουργεί μηχανικά.
Μη φανταστείς, 2-3 φορές τον χρόνο.
Και εστιάζει και στα καλά.
Υπάρχει και καλή μνήμη.


Εγκέφαλος.
Δεν σε ρωτάει.
Στα σκάει έτσι.
Στα μούτρα.
Σαν φωτογραφίες.
Γυρνάω το κεφάλι μου αλλού.
Θυμάμαι ούτως ή άλλως.
Χωρίς μνημόσυνα.
Θυμάμαι για να μπορώ να χτίζω.
Ξεχνάω για να μπορώ να χτίζω.


Ο εγκέφαλος…αρχηγός.
Αν απορρίψει, απέρριψε.
Με τελεία και παύλα.
Υποκλίνομαι στην απολυτότητά του.
Υποκλίνομαι και στην εμπιστοσύνη που του έχω.


Καμιά φορά εξηγώ.
Με όσες λέξεις έχω.
Με όσες λέξεις αντέχω.
Με μια συναισθηματική λογική εμπιστοσύνης.
Με ή χωρίς επιχειρήματα.
Την εμπιστοσύνη κρατάω.
Όχι στα λόγια.
Στον εγκέφαλο.

 
Τη θυμάσαι την «αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού»;
Πολύ μου άρεσε αυτή η ταινία.


Το μυαλό εστιάζει στα ουσιώδη.
Έμαθε να το κάνει.
Έμαθε να ενεργοποιεί και να απενεργοποιεί τις αισθήσεις.
Καμιά φορά, κάνει ένα διάλειμμα και εστιάζει σε παλιές «φωτογραφίες».
Σαν χαστούκι.
Για πλάκα.
Που μπορεί και να ‘χει πλάκα, τελικά…
Ξέρεις, από αυτά τα αστεία που σου κάνει η ζωή.
Και γελάς.
Με τη ζωή.
Και τον εαυτό σου.


Μη δίνεις σημασία.
Απόψε γράφει η μνήμη για τη μνήμη.
Απόψε γράφει μια περίεργη ζάλη από το κρασί.
2-3 στιγμές διαρκούν οι λέξεις.
Μέτρα.
Δύο στιγμές.
Τρεις στιγμές…
Με αριθμούς και λέξεις παίζουμε.
Οι αριθμοί κι οι λέξεις παίζουν με εμάς.
Δικό τους το παιχνίδι.
Απόψε παραδόθηκα.
Στη μνήμη.
Την ξορκίζω με λέξεις.
Δε με αφορά η ύπαρξή της.
Ας πιάσει όσο χώρο θέλει στο μυαλό μου.
Μόνο για απόψε θα ‘ναι.
Ο «χρόνος από ‘δω και πέρα» πάντα θα πιάνει περισσότερο χώρο.
Άλλωστε ο «χρόνος» και ο «χώρος» ταιριάζουν πιο πολύ ως λέξεις.
Ταιριάζουν και τα γράμματά τους.


Θα ονομάζω πειράματα τις στιγμές μου για να έχω άλλοθι.
Σαν τα άλλοθι του Σεπτεμβρίου.
Ο μήνας αυτός μου παρέχει άλλοθι.
Κι η μνήμη με φορτώνει με άλλοθι.
Χρησιμοποιώ τα άλλοθι για άλλοθι.
Για απόψε.
Που όσο η μνήμη παίζει μαζί μου, άλλο τόσο τη φορτώνω και την παιδεύω.
Και την εκπαιδεύω.
Άλλο τόσο την κοροϊδεύω.
Και τους αριθμούς κοροϊδεύω.
Που καλοί είναι για προσδιορισμό, αλλά δεν ξέρουν να μετρούν την ουσία.
Αν ήξεραν η «ουσία» θα είχε και πληθυντικό αριθμό.
Μονάδα.
Μία είναι η ουσία.
Δε χρειάζεται καν να ξέρεις να μετράς για να την προσδιορίζεις.
Δεν χρειάζεται καν να ξέρεις να προσδιορίζεις.
Αυτοπροσδιορίζεται η ουσία.


Μνήμη είναι η περιστροφή του κεφαλιού προς τα πίσω.
Μνήμη είναι το «τι πίστευες;» και το «τι έγινε».
Δεν έχει νόημα η μνήμη.
Νόημα έχει το τι σε οδήγησε ως εδώ.
Ως το παρόν.
Κι αν το παρόν σε καλύπτει, τότε κι η μνήμη να σε καλύπτει.
Μπορεί να θέλει να σου σπάσει τα νεύρα.
Μπορεί να θέλει να σου πει ότι απόψε είναι άχρηστη.
Η μνήμη δεν είναι ζωή.
Κι η ζωή μη γίνει μνήμη…


Είναι και το «όταν» που απόψε δεν θέλει να συνδυαστεί με τη μνήμη.
Θέλει μέλλοντα και κατάφαση.
Θέλει τελεία.


Είναι κι η Δημουλά:
"Η μνήμη ,
κύριο όνομα των θλίψεων ,
ενικού αριθμού ,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη .
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη."


Δες τη.
Χάιδεψέ τη.
Βρίσε τη.
Γέλασε μαζί της.
Παρέα.
Μια μνήμη είναι.
Αύριο θα έχει φύγει.
Μαζί με το αλκοόλ.
Με μνήμη ή χωρίς, στο ίδιο σημείο είμαι.
Θυμάμαι-δεν θυμάμαι, ο χρόνος ό,τι θέλει θα κάνει.
Με μνήμη κι ο χρόνος.
Ή χωρίς.
Απόψε παραδόθηκα.
Στη μνήμη για τη μνήμη.
Με μνήμη ή χωρίς.


ΑΝ Μ'ΑΓΑΠΑΣ

 
Αν μ' αγαπάς
θα κλέψω χρώμα της φωτιάς και λευκό πανί
οι δυο μαζί να ζωγραφίσουμε ξανά τη ζωή


Αν μ' αγαπάς
δεν θα 'χει γκρίζο πουθενά να κοιτάς.
Θα με κρατάς και σε λιμάνια γιορτινά θα με πας


Μα αν όλα αυτά
που μοιάζουν όνειρα τρελά γίνουν μια κραυγή
αν όλα αυτά κι ό,τι κι αν έχω φανταστεί δε θα 'ρθει


θα 'ναι χαμός θα σκοτεινιάσει όλο το φως θα σβηστεί
ίσως γιατί για μένα ο κόσμος είσαι εσύ μόνο εσύ


Αν μ' αγαπάς
δε θα 'χει σύνορα για μας ούτε μοναξιά
με το βοριά και με τ' αστέρια της νυχτιάς συντροφιά


Αν μ' αγαπάς
με λόγια μόνο της καρδιάς θα μιλάς
θα με κρατάς και σε λιμάνια γιορτινά θα με πας


Αν μ' αγαπάς
δεν θα 'χει γκρίζο πουθενά να κοιτάς
θα με κρατάς και σε λιμάνια γιορτινά θα με πας


Αν μ' αγαπάς
θα κλέψω χρώμα της φωτιάς μόνο αν μ' αγαπάς


Αν μ' αγαπάς
δεν θα 'χει σύνορα για μας μόνο αν μ' αγαπάς.


Τάνια Τσανακλίδου
στίχοι: Τάκης Καρνάτσος
μουσική: Γιάννης Σπανός

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

"Ο ΕΞΩΣΤΗΣ..."

Είναι λεπτά τα όρια μεταξύ «πρόφασης» και «απόφασης».
Είναι λεπτά τα όρια μεταξύ του «φεύγω» και του «έρχομαι».
Κάπου εκεί κινούμαι.
Ανάμεσα σε δύο ρήματα και δύο ουσιαστικά.
Ανάμεσα στα όριά τους.
Ανάμεσα στα όριά μου.
Ανάμεσα στα όριά σου.
Ανάμεσα στις λέξεις.



Απλή η ζωή.
Με αρχή-μέση-τέλος.
Με ένα «τέλος» που έρχεται τόσο φυσικά.
Και αθόρυβα.
Ζούμε άραγε το ίδιο φυσικά;
(Ελπίζω όχι αθόρυβα.)
Αμήχανοι μπροστά του.
Δεν το κινούμε εμείς.
(Αυτά που κινούμε εμείς τα φροντίζουμε;)
Γιατί αυτό που θεωρούμε αυτονόητο θέλει καμπανάκι υπενθύμισης για να αποκολλήσεις την ταμπέλα «αυτονόητο»;
Γιατί χρειαζόμαστε αφορμές για να κατανοήσουμε την ουσία;
Αμηχανία…
Το τέλος κάθε ζωής μου προκαλεί αμηχανία.
Στο τέλος της ζωής, εύχεσαι μόνο να υπήρχε ζωή… Γεμάτη.





Στεκόμαστε και κοιτάμε.
Μάτια κοιτάμε.
Όψη κοιτάμε.
Μια ζωή κοιτάμε.
Απέναντί μας.
Με ερωτηματικά.
«Τι θα γινόταν αν…;».
Γινότ-αν.
Γιν-όταν.
Με δεμένα χέρια.
Παραλυμένα.
Μάτια παραλυμένα.
Κι αν σε πάνε τα πόδια σου τί τις θες τις δικαιολογίες για το μυαλό;
Τα πόδια ξέρουν καλύτερα καμιά φορά.


Κάποια στιγμή, τα μάτια κοιτούσαν μία τον Ταΰγετο, μία τη θάλασσα.
Τι βρίσκουν οι άνθρωποι στα βουνά;
Ποτέ δεν κατάλαβα.
Μετά, και τα δύο μάτια στη θάλασσα.
Κολλημένα.
Για να χαθεί το μυαλό.
Με δικαιολογία την απεραντοσύνη του γαλάζιου.
Σπουδαίο άλλοθι το γαλάζιο.
Και τα πόδια τον δικό τους δρόμο.
Το μυαλό το δικό του.
Μπερδεύεσαι.
Φανάρι.
Να περάσεις απέναντι.
Να κυλήσεις ανάμεσα στα πόδια και το μυαλό.
Τα εμπόδια κάποιος τα έθεσε.
Τα πόδια ή το μυαλό.
Ή και τα δύο.
Κάποιο από τα δύο παίζει.
Γλιστράς.
Κάπου ανάμεσα.


Η αναμονή δεν θα έπρεπε να μετριέται σε χρόνο.
Μόνο σε τσιγάρα.
Και η σκέψη όταν μονοπωλείται έχει όνομα.
Κύριο όνομα.
Δεν θα έπρεπε να λέγεται σκέψη.


Καμιά φορά ανήκουμε στην όψη.
Για λίγο.
Συνήθως ανήκουμε στο μυαλό.
Για όσο…


Στις διακοπές αγαπώ τις διακοπές.
Τις παύσεις της γλώσσας.
Την απουσία λέξεων.
Την αυτονομία των ματιών.
Να χάνονται σε κάτι χρώματα περίεργα.
Που λέξεις δεν χωράνε.
«Θυμάμαι στα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο….»
Κι είναι ύπουλη η μνήμη.


Έχεις νιώσει ποτέ ότι τα αφτιά σου δεν θέλουν να λειτουργήσουν;
Έχεις νιώσει ποτέ ότι βλέπεις μόνο στόματα να ανοιγοκλείνουν και το μυαλό σου φτιάχνει μουσικές;
Τις πιο όμορφες μουσικές.
Μόνο του.
Κάποια στιγμή δεν θες να ακούσεις τίποτα.
Δεν σε νοιάζει τίποτα.
Κάποια στιγμή όλα μικραίνουν.
Κάποια στιγμή οι λέξεις επιπλέουν.
Χάρτινες.
Βουλιάζουν.
Πνίγονται.
Διακοπές.
Διακόπτης.
Αντοχές.
Κλείνουν.
Κλείνει.
Κύκλος.
Ανοίγει.
Κλείνει.
Παράθυρο.
Ανοίγει.
Κλείνει.
Άνθρωποι.
Αγκαλιές.
Ανοίγουν.
Κλείνουν.




Κάπου εδώ χανόμουν:

Με τα «δειλινά» της Μοσχολιού, στα ακουστικά.
Και μια ηρεμία που παρέχεται άφθονη όταν την επιζητάς.
Με το μυαλό να ξέρει καλά…
Να κάνει τους απολογισμούς του τόσο αυθόρμητα.
Να παρατηρεί τους ανθρώπους.
Και τους ανθρώπους του.
Να αντιλαμβάνεται την ηρεμία.
Και την ειρωνεία.
Και όλα αυτά που δεν κοστίζουν τίποτα τελικά.
Και όλα αυτά που με τον δικό τους τρόπο σε χρεώνουν.
Με κάποιο τρόπο γράφονται στο βιβλίο σου.
Κλείνονται σε κεφάλαια.
Δίχως λέξεις.


Το έχω ξαναγράψει, αγαπώ τα δειλινά.
Κυρίως αυτά που τα ζεις στη θάλασσα.
Απέναντί σου ένα έγχρωμο άγνωστο άπειρο.
Μια εικόνα που σου δημιουργεί εικόνες.
Πραγματικές.
Καμιά φορά εξιδανικευμένες.
Θες να βουτήξεις.
Αλλά έρχεται και σε βουτά.
Η εικόνα.
Η μνήμη.
Η επιθυμία.
Η πρόφαση.
Η απόφαση.
Βουτιά.
Με τα μάτια ανοιχτά.
«Βουτιές με το κεφάλι».
Και βγαίνεις στεγνός.




Σιωπή αναζητούσα.
Σαγηνευτική η σιωπή…
Η μία.
Αν προστεθεί και άλλη σιωπή που δεν την έχεις διαλέξει δημιουργείται θόρυβος.
Αν-ησυχίες…


Στην υπέρβαση βρίσκεται η ουσία.
Στο παραπέρα βηματάκι.
Να αλλάξει ο δρόμος…
…«αν αφεθείς σε οδηγάει ο δρόμος»…


Το «μέλλον» απ’το «μάλλον» απέχει ένα γραμματάκι.
"Γυρίζω τις πλάτες μου στο μάλλον..."
Κοινό τους η ασάφεια.
Ασφαλέστατη.
Βολεύει.
Καταφύγιο.



Οι διακοπές παράξενες φέτος.
Με τον «εξώστη» να αποτυπώνει σχεδόν απόλυτα (και «σχεδόν» και «απόλυτα», καλά το πάω…) το μυαλό μου.
Στο replay.
Στίχο-στίχο.
Εικόνα-εικόνα.
Κάπου-κάπου έμπαινε και το «σε εσπερινό του Νότου».
Συνδυασμός…
Η ισορροπία χαμένη υπόθεση.


«…Ταξίδεψέ με όπου εσύ πιστεύεις, είμαι τυφλός και μόνο εσύ το ξέρεις…»







Ο ΕΞΩΣΤΗΣ


Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου
ν' ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τρένου
να κοιτάνε στον ορίζοντα ένα τοπίο άβατο
να σκέφτονται αν η αγάπη είναι πιο κρύα απ' το θάνατο
Από ένα εξώστη μου έδειχνε μια άλλη ζωή
τώρα αυτός είναι στο διάστημα κι εγώ ακόμα στη Γη
περπατώντας σ' ένα επίπεδο προάστιο
σημαδεύω τους ανθρώπους μ' ένα κομμένο λάστιχο


Κι εγώ που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου
φτιάχνω τον κόσμο μ' ένα κομμάτι τής ψυχής σου
κι απ' τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
κάθε καλοκαίρι το "θάνατο στη Βενετία"
κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε


Χιλιάδες εικόνες έρχονται σαν κύματα
αλλεπάλληλα μου στέλνεις μηνύματα
συνθήματα στους τοίχους, στο κέντρο της πόλης
όπου κοιτάξω, η ζωή μου όλη
μια μεγάλη απόδραση με τον Ήτα-Βήτα
για μεγάλους κλέφτες σαν τον Κ. Βήτα
στέκομαι εδώ χωρίς να ξέρω τι θέλω
κι είναι τόσο ωραία όλα αυτά που πιστεύω


Κι εγώ που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου
φτιάχνω τον κόσμο μ' ένα κομμάτι τής ψυχής σου
κι απ' τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
κάθε καλοκαίρι το "θάνατο στη Βενετία"
κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε


Ταξίδεψέ με όπου εσύ πιστεύεις
είμαι τυφλός και μόνο εσύ το ξέρεις
τα πιο όμορφα πράγματα χάνονται γρήγορα
άνθρωποι, σύννεφα, το μελάνι στα ποιήματα
Πόσο παράξενα χτυπάει τώρα η καρδιά μου
υπάρχει άδικο έξω απ' τα όνειρά μου
θυμάμαι στα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο
θυμάμαι στα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο


Κι εγώ που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου
φτιάχνω τον κόσμο μ' ένα κομμάτι τής ψυχής σου
κι απ' τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
κάθε καλοκαίρι το "θάνατο στη Βενετία"
κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε

Στέρεο Νόβα

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

"ALL WE GO TO HELL..."

Καμιά φορά μπέρδευα το «ποιώ» με το «πράττω».
Καμιά φορά ανιχνεύω κάτι σκέψεις που όσο ζωντανές κι αν είναι έχουν κάτι από παρελθόν.
Καμιά φορά μπερδεύεις την «πρόθεση» με την «υπόθεση».
Και καμιά φορά παίρνουμε θέση.
Γινόμαστε οι ίδιοι όρια.
Ένα αόριστο όριο.
Δύο αόριστα όρια.
Δύο αόριστοι.
Κι ένα όριο.


Έχεις μετρήσει ποτέ τους παράδρομους καθώς διανύεις έναν δρόμο;
Γιατί ο δρόμος δεν είναι ποτέ ένας.
Και το μυαλό δεν έχει έναν δρόμο.
Ούτε μία οπτική.
Η άποψη, η πάγια πώς διαμορφώνεται;
Οι πηγές ποιες είναι;
Είναι οι ουσιαστικές;
Και ποιος ορίζει την ουσία;


Ο καθένας τους δικούς του ορισμούς.
Οι άλλοι ορισμοί, απλώς επιφάνεια.
Βολεύουν οι κοινώς αποδεκτοί.
Τα κοινώς αποδεκτά.
Για να κάνουμε πως συνεννοούμστε.


Τα δειλά μου «ναι».
Και τα δειλά «όχι» μου.
Ένα «ίσως» κρατάω πάντα στο χέρι μου.
Με σιγουριά και ασφάλεια.


Όλα έχουν διάρκεια στιγμής.
Κι οι στιγμές σε μόνιμο αγώνα προσπέρασης.
Εραστές που παλεύουν.
Κι η ζωή συνουσία στιγμών.


Σώματα που μαχονται.
Μυαλά που μάχονται.
Εαυτοί που μάχονται.
Όλοι τον αγώνα μας ρε συ.
Τον προσωπικό.
Το ταξίδι η αναζήτηση είναι.
Στο ταξίδι το «μυαλό» και το «μαζί» κράτα.
Όλα τ’άλλα λεπτομέρειες.
Ή λεπτομερείς μνήμες;


Μια ανάσα μακριά είναι όλα.
Μια χούφτα απόσταση.
Άμμος η σκέψη.
Σε μια κλεψύδρα.
Τη γυρίζω ανάποδα.
Με γυρίζω ανάποδα.
Με το γάντι.


Την ισορροπία μου τη φυλάω.
Και με φυλάει.
Αυτή η σχέση ποτέ δεν προδόθηκε.
Σε θυμάμαι πριν χρόνια να μιλάς για την «ισορροπία» μου και γελάω.
Η μοναδική κουβέντα που έπεσες μέσα.
Κι έπεσες μέσα.
Κι είμαι έξω.


Και παραέξω δεν πάω.
Είναι το επίπεδο που δεν διάλεξα.
Ευγνωμονώ όσα ήρθαν χωρίς να τα διαλέξω.
Καμιά φορά είμαστε β’ διαλογής.
Μεταχειρισμένοι.
Μεταχειριζόμαστε.
Χειριζόμαστε.


Όλα έχουν κάτι από αέρα.
Όλα είναι αέρας.
Λέξεις ανορθόγραφες.
Άνθρωποι ανορθόδοξοι.
Κατηγορίες.
Από αυτές που διαχωρίζουν.
Κατηγορίες.
Από αυτές που σε στήνουν στον τοίχο.


Αόρατα.
Αόρατα τρυπώνω.
Εγώ και τα τείχη μου βολτάρουμε παρέα.
Ώρες-ώρες δεν τα βλέπω.
Ώρες-ώρες ψηλώνουν τόσο πολύ που δεν βλέπω.
Ώρες-ώρες βλέπουμε παρέα.
Κάνουν στην άκρη όποτε θέλουν.
Αυτονομία.
Σχεδόν γελοία.
Σχεδόν γελάω.
Ωραία λέξη το «σχεδόν».
Ωραίο να τη λες.
Να την προσέχεις όμως.
Βιώνεται περίεργα.


Περιορίζω το λεξιλόγιό μου.
Να συνεννοούμαστε με τα βασικά.
«Ναι»-«Όχι».
Κι ας αγαπώ την ασάφεια του «ίσως».
Την ανασφάλεια του «σχεδόν».
Την αοριστία του «κάποτε».
Την σχετικότητα του «όταν».
Αγαπάω εξίσου την προσωρινότητα του «τώρα».


-----------------------------------------------------------------------------------
Το “All we go to hell” βρίσκεται στη νέα συλλογή του Χρήστου Παπαμιχάλη με τίτλο:
LOST.NOT.FOUND

Ο ίδιος, λέει:
"Η τελεία παίζει. Γιατί δεν ορίζει. Επιλέγεις."

To «soundtrack της νυχτιάς», εκπομπή στον Μελωδία 99.2 είναι κάτι προσωπικό. Κομμάτι του σύμπαντός μου.
Είναι τα βράδια με τα βιβλία ανοιχτά και το μυαλό να φεύγει. (ατέλειωτες εξεταστικές).
Είναι παρέα.
Είναι μνήμες ερώτων.
Είναι μνήμες εαυτού.
Είναι τσιγάρα και ταξίδια.
Είναι άνθρωποι.

Ο μάγος Χρήστος Παπαμιχάλης αποτυπώνει σε 17 στιγμιότυπα την ατμόσφαιρα του «soundtrack της νυχτιάς».
Η συλλογή κυκλοφορεί σήμερα. Αν πέρασες από αυτό το blog και άκουσες το «Lies», το «Icarus Wings», το «Somersault», τη «Χειραψία», θα τα βρεις στη συλλογή αυτή.
Και αν δεν πέρασες ποτέ από το «Soundtrack της νυχτιάς», ευκαιρία να το γνωρίσεις ακούγοντας τις 17 στιγμές του! Στο προτείνω ανεπιφύλακτα!

Lost not. Found.
Lost. Not Found.
(διαλέγεις)






ALL WE GO TO HELL

All we go to hell


Ladies and gentlemen


We don’t learn


Oh, we can’t

Do it now or never


YONDERBOI
Lost.Not.Found from Christos Papamichalis on Vimeo.