Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

"Το γράμμα..."



Μια μέρα θα είμαστε λίγο καλύτεροι από την «καλή» μας εκδοχή.
Και λίγο χειρότεροι από τη «μέτρια» εκδοχή.
Ταυτόχρονα.
Ένα πακέτο εκδοχών ταυτόχρονα.
Αυτές που πιστεύεις, αυτές που θα ήθελες, αυτές που μπορείς, αυτές που δεν μπορείς.
Δεν έχει σημασία ποιον δρόμο θα διαλέξεις.
Σημασία έχεις πώς θα τον διανύσεις.
Σημασία έχει ότι στον δρόμο για το νόημα έχασα τον δρόμο.
Ενίοτε και το νόημα.
Σημασία έχει να υπάρχει σημασία.
Όχι χεράκι που σε παίρνει από το χέρι.
Χεράκι που το παίρνεις από το χέρι.
Όχι δρόμος που ακολουθείς.
Δρόμος που σε ακολουθεί.

Δεν είμαστε αρκετά γενναίοι.
Μια μέρα δεν θα υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος.
Μια μέρα θα ανακαλύψουμε νέες υποθέσεις, νέες αιτίες.
Νέα τραγούδια.
Νέες αλήθειες.
Ή παλιές.
Αλήθειες.
Κανονικές.
Που δεν θα χωράνε τίποτα παλιό.
Πάλιωσες.

Να απενοχοποιήσουμε τη σιωπή.
Δεν έχουμε πάντα λέξεις.
Δεν έχουμε πάντα προσδοκίες.
Προσοχή στο κενό.
Σκέτο.
Χωρίς ενδιάμεσα.
Όταν μάθουμε να διαχειριζόμαστε κενά, παύουμε να διαχειριζόμαστε λέξεις.
Αρχίζουμε να διαχειριζόμαστε σιωπές.

Καμία παρόρμηση.
Ποτέ.

Θα γίνω ρήμα.
Να γίνεις επίρρημα.
Να γίνω επιρρεπής.
Να γίνεις επήρεια.
Να γλιτώσουμε από το τίποτα.

Θα παίζω με τους χρόνους μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι σου ταιριάζει ο Αόριστος.
Αόριστος.
Θα μπορούσες και «Οριστικός», αλλά δεν σου πάει.
Εγώ παράκειμαι, στέκομαι κοντά.
Παρακείμενη.
Παρακείμενος, μπορεί και Παρατατικός.
Θα φοβάμαι τον Μέλλοντα.
Θα αγαπάω τον Μέλλοντα.
Ο Εξακολουθητικός Μέλλοντας είναι δεσμευτικός, με τρομάζει.
Ο Στιγμιαίος έχει μια σιγουριά, δεν έχει διάρκεια.
Ο Συντελεσμένος έχει στο όνομά του έναν σκοπό.
Κάνει έναν πλήρη κύκλο.
Μόνο που μου μένει στα χέρια ένας Υπερσυντέλικος και δεν ξέρω πώς να τον διαχειριστώ.
Τον Ενεστώτα τον αφήνω για χθες.
Ή για αύριο.

Γελάμε.
Γελάσαμε.
Γελοίοι.
Αγέλαστοι.
Γελασμένοι.

Θα σε ρωτάω το ίδιο πράγμα.
Θα σε ρωτάω χρησιμοποιώντας το ίδιο ρήμα σε όλους τους χρόνους.
Θα μου απαντάς με το ίδιο επίρρημα.
Θα σου λέω «πάντα» χωρίς να το πιστεύω ποτέ.
Ποτέ, «πάντα».
Πάντα «ίσως».
Πάντα «μπορεί».
Ποτέ «ναι».
Ποτέ «όχι».
Ίσως «κάποτε».
Ίσως «ποτέ».
Ποτέ, όμως, «πάντα».
Τίποτα «πάντα».
Πάντα «λίγο».
Πάντα «τόσο-όσο».
Τόσο μπορείς, τόσο αντέχω.
Όσο μπορείς, θέλω να αντέχω.
Όσο αντέχεις, θέλω να μπορώ.
Δεν μπορείς, δεν αντέχω.
Δεν μπόρεσα.

Υ.Γ Με «Το γράμμα» χάνω τις αντιστάσεις μου.

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Δε θέλω πια να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια
Σα να 'ταν όλα ψέμματα στάχτες κι αποκαϊδια
Θέλω ανοιχτά παράθυρα να με φυσάει αέρας
Να΄χω το νου μου αδειανό
Να΄χω και πρίμο τον καιρό

Δε θέλω πια να μου μιλάς για όσα έχεις ζήσει
Δε χάθηκε κι ο κόσμος πια το τζάμι αν ραγίσει
Θέλω να'ρθεις και να με βρεις να κάτσεις να τα πούμε
Πως νιώθουμε παράφορα
Πως ζούμε ετσι αδιάφορα

Δε θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια
Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια

Θέλω να φύγεις να σωθείς να πάψεις να γκρινιάζεις
Να ξεχαστείς στη διαδρομή ποιός ήσουν και πώς μοιάζεις
Έτσι θα σ'αγαπώ πολύ και θα σε βλέπω λίγο
Σα μια γυναίκα μακρινή
Που αγάπησα πριν φύγω

Σωκράτης Μάλαμας

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

"3rd Day..."



1.
2.
3.
Μετράω.
Λογαριάζω.
Ταξινομώ.
Τοποθετώ.
Διαχειρίζομαι.

Ένας.
Δύο.
Τρεις.

Χωρίζω.
Κρατάω.
Φυλάω.
Διώχνω.
Απομακρύνω.




Ο ένας.
Που πάντα επανέρχεται τις πιο κομβικές στιγμές.
Του δίνω ένα χαμόγελο.
Μου δίνει ένα χαμόγελο.
Μπορεί και να έχουμε χρωστούμενα.
Δεν μας νοιάζει.
Έρχεται πάντα όταν πρέπει.
Μου θυμίζει τι είναι στη ζωή μου.
Μου θυμίζει τον δρόμο μου.
Τον αγκαλιάζω.
Είναι το «Άλφα».
Είναι το «τραγούδι της ερήμου» της Αρλέτας.
Το «Δεν έχω άλλη υπομονή» του Παπακωνσταντίνου.
Το «Εγώ μεγάλωνα για ‘σένα» της Μποφίλιου.
Ποτέ κανείς δεν τον πειράζει.
Ποτέ κανείς δεν τον ενοχλεί.
Είμαστε δέκα χρόνια πριν.
Είμαστε δέκα χρόνια μετά.
Είμαστε τώρα.
Γρήγορα περάσματα.
Αναμνήσεις.
Μια φωτογραφία.
Πολλές φωτογραφίες.
Μάθημα.
Μου μαθαίνει να κλίνω ρήματα, ουσιαστικά.
Ουσιαστικό χαμόγελο.
Για όλα όσα μάθαμε.
Για όλα όσα θυμόμαστε κάθε φορά που περνάμε στα γρήγορα ο ένας απ΄τη ζωή του άλλου.
Δεν κάνει να ακουμπήσουμε.
Με τον πιο γλυκό τρόπο η αναφορά σου επιστρέφει την πιο κομβική στιγμή.
Για λίγο.
Για τόσο-όσο.
Για ένα «ευχαριστώ».
Μια έμπνευση, ένας δρόμος, ο πρώτος δρόμος.
Πάντα ο πρώτος δρόμος.




Το άλλο «Εσύ».
Από τη «Νύχτα της φωτιάς» ως το «Mistake» και το «Τι θέλεις να κάνω».
Δεν χώρεσες πουθενά και σε τίποτα.
Δεν ορίστηκες.
Δεν καθορίστηκες.
Δεν μπόρεσες.
Δεν μπόρεσα.
Δεν σε ταξινόμησα.
Ήσουν πάντα παράλληλα με την πραγματική μου ζωή.
Ζούσες κάπου εδώ, στις λεξούλες.
Σε κάτι νότες.
Σε κάτι άστοχες φράσεις.
Σε κάτι στιχακια.
Δεν είχες αιτία.
Ούτε λόγο.
Λίγη ύπαρξη μόνο.
Αβέβαιη.
Στιγμούλα αβέβαιη.
Μόνο «Σε ξεχώρισα» και «Εσύ μου θύμισες πώς είναι».
Κανένας δρόμος.
Κανένας κόσμος.
Κανένα κουτί να χωρέσεις στο κεφάλι μου.
Μονο κενό.
Το κενό χωράει προσδοκία.
Χωρίς έρεισμα.
Χωρίς ταυτότητα.
Χωρίς «εσύ».
Χωρίς «εγώ».
Χωρίς «εμείς».
Μόνο «χωρίς».
Κανένας δρόμος.
Μουντζουρωμένη σελίδα.
Σκέψη που γράφεται και σβήνεται.
Δικαίωμα-μπαλόνι.
Σε σκάω.
Να μην.
Δεν έχω ρήμα για εσένα.
Δεν χώρεσες σε κανένα.
Πουθενά.
Ακαθόριστος.
Απροσάρμοστη σκέψη.
Ύψος-βάθος.
Άκρα.
Χωρίς τίποτα κερδισμένο.
Χωρίς τίποτα κεκτημένο.
Χωρίς.
Τίποτα.
Ούτε «από φόβο χάσαμε».
Ποιο φόβο και μαλακίες μωρέ;
Μην τα πιστεύεις τα τραγούδια.
Τρίλεπτες διαδρομές είναι.
Τρίλεπτες ψευδαισθήσεις.
Κι αν θες να τα πιστέψεις, άκου τη φωνή που ψιθυρίζει μυστικά στα «Δειλινά».
Την Αρβανιτάκη στο «Μέτρησα»
Κι άλλες τρίλεπτες ψευδαισθησιογόνες ουσίες
Γέφυρες από κενό σε κενό.
Μόνο κενό.
Μόνο κάτι χαμένο.
Κι αυτό απροσδιόριστο.
Χαμένος λόγος.
Χαμένος χρόνος.
Χαμένο «γιατί;».
Δεν θα χρειαστεί να σε κατατάξω.
Δεν απαντάς σε κανένα μου ερώτημα.
Δεν διανύεις ούτε μισή λογική γραμμή.


...

Κι εσύ.
Η καλημέρα μου, η καληνύχτα μου, η κατανόησή μου.
Η αγκαλιά.
Η αγάπη.
Η ασφάλεια.
Η ανάγκη.
Η πραγματική ζωή.
Το «Κανένας δεν χαϊδεύει σαν εσένα» της Δήμου.
Το «Αpres la pluie» του Rene Aubry.
Το «Να κοιμηθούμε αγκαλιά» του Παπακωνσταντίνου.
Το δωμάτιο κι η θάλασσα.
Το «μαζί».
Το «σ’αγαπώ» με την ουσία του.
Με την απόδειξή του.
Με τις πράξεις του.
Εσύ.
Που ξέρεις ότι βαριέμαι τα λουλούδια, αλλά κατά καιρούς μου φερνεις ένα τριαντάφυλλο με μια κορδέλα που δεν το βαριέμαι.
Που είναι φούξια, αλλά νομίζεις ότι είναι μωβ.
Εσύ.
Που γελάς δυνατά.
Εσύ.
Με την καθαρότητα στο βλέμμα.
Με τη διαφάνεια που ζηλεύω.
Ακόμα δεν σου είπα ότι έχω ανάγκη την καθαρότητά σου.
Εσύ.
Που δεν φοβάσαι να φοβηθείς.
Που δεν φοβάσαι να εκφραστείς.
Που μου μαθαίνεις να μη φοβάμαι.
Εσύ.
Που δεν θα χωρέσεις ποτέ εδώ, σε λεξούλες, τραγούδια και μετέωρες φράσεις.
Γιατί χωράς στην κανονική μου ζωή.
Σε κανονική αγκαλιά.
Σε κανονικές διαστάσεις.
Σε απτή μορφή.
Κι ο απολογισμός.
Στο νου.
Για τα 1, 2, 3 που διαχειρίζομαι και δεν διαχειρίζομαι.

Για τις στιγμές της χρονιάς.
Την οικογένεια.
Τους φίλους.
Τους γνωστούς.
Τις σκιές.
Τα χρώματα.
Τις αγκαλιές.
Τα ανείπωτα.
Τα ειπωμένα.
Τα χαμόγελα.
Στο νου όλα.
Σαν μάθημα.
Και πίσω η κατηφόρα.
Αν έχεις να πεις τουλάχιστον ένα «ευχαριστώ», κάτι πήγε καλά.
Αν μόχθησες για τουλάχιστον ένα πράγμα, κάτι πήγε καλά.
Αν θυμάσαι έντονα τουλάχιστον μία αγκαλιά, κάτι πήγε καλά.
Αν γέλασες αυθόρμητα πολλές φορές, κάτι πήγε καλά.
Αν γέλασες γνωρίζοντας τον λόγο, κάτι πήγε καλά.
Αν συγκινήθηκες, κάτι πήγε καλά.
Αν ένιωσες, κάτι πήγε καλά.
 «...Είναι όμορφο στο τελείωμα του χρόνου να κοιτάς πίσω και να αντικρύζεις κατηφόρα...».
Στοχοθεσίες μόνο.

Καλή χρονιά!
Υγεία, αγάπη, τύχη.
 



(3rd Day-Soumka)


Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

"Άλλη μια καρδιά..."





Να σου πω κάτι;
Μέχρι και δύο λεπτά πριν τα μεσάνυχτα δεν είχα διάθεση για γενέθλια.
Έκανα εκπομπή, έπαιζε το Cheers darlin’ του Damien Rice και έλιωνα κάτω από τα ακουστικά μου.
Σκεφτόμουν ότι ξημερώνουν γενέθλια και δεν έχω όρεξη.
Είχα σκεφτεί να φέρω τα τραγούδια της ζωής μου, αλλά μετά μου φάνηκε ψυχαναγκαστικό.
Δεν ήθελα να σηκώσω το τηλέφωνό μου.
Δεν ήθελα να κάνω κανέναν απολογισμό της ζωής μου.
Δεν ήθελα να θυμηθώ φίλους, γνωστούς κλπ.
Δεν ήθελα να θυμηθώ κανέναν παλιό έρωτα.
Δεν ήθελα να με ρωτήσει κανείς «τι κάνεις;».
Ό,τι πρέπει κάνω.
Δεν ήθελα να με ρωτήσει κανείς «Τι θα κάνεις μετά;»
Ό,τι μπορώ θα κάνω.

Αλλά να σου πω και κάτι άλλο;

Όταν 2 λεπτά πριν τα μεσάνυχτα ανοίγει η πόρτα, εισβάλουν στο στούντιο οι φίλοι σου με καπέλα, μπαλόνια και τούρτα, όλα αλλάζουν.
Ξαφνικά δεν έχεις λεξούλες να περιγράψεις αυτό που συμβαίνει.
Ξαφνικά δεν σε νοιάζει που γίνεσαι 26.
Ξαφνικά σηκώνεις τα τηλέφωνα.
Ξαφνικά χαμογελάς και ξέρεις τους λόγους.
Ξαφνικά χαίρεσαι με όσα έχεις.
Ξαφνικά δεν σε νοιάζει και τόσο που δεν είσαι και στα καλύτερά σου.
Ξαφνικά είσαι απλώς χαρούμενη.
(Ξαφνικά μου λείπεις)

Είχε ήδη μπει στο σύστημα το «Μέτρημα» για τελευταίο τραγούδι.
Είναι πιο όμορφο να χαμογελάς, να έχεις τους ανθρώπους σου τριγύρω και να παίζει ως σάουντρακ το «Μέτρημα».
Κανένας απολογισμός.
Τους βαρέθηκα.
Μόνο ευχές σήμερα.
Για τα 26 μου.
Αν πιάσουν οι ευχές που δέχτηκα, όλα καλά θα είναι.
Κι ας πούμε ότι τα βροχερά γενέθλια είναι λυτρωτικά...

(Το τραγούδι το αγαπάω. Ψάχνει ισορροπία ανάμεσα σε δυό καρδιές.
Ξέρεις κάτι; Δεν θα ισορροπήσουμε. Το ξέρεις, ε;)


Άλλη μια καρδιά

Φτιάχνω από παιδί, φτιάχνω φυγή
Φτιάχνω καράβι μα χαρτί, γίνεται η θάλασσα
το βράδυ στο σκοτάδι.
Ψάχνω από μικρός ο ουρανός να ’χει μια σκάλα
να ανεβώ μα είναι τα όνειρα από μένα πιο μεγάλα.

Έχω μια καρδιά που να φύγει όλο θέλει,
κι άλλη μια καρδιά που
Φοβάται...φοβάται...κι όλο εδώ γυρνά.

Φτιάχνω από παιδί, φτιάχνω ζωή
Πάνω στα αστέρια, την κορφή του κόσμου
πες μου πώς να φτάσω με τα χέρια..

Έχω μια καρδιά που να φύγει όλο θέλει,
κι άλλη μια καρδιά που
φοβάται...φοβάται...κι όλο εδώ γυρνά.



Γιάννης Κότσιρας
Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης
Μουσική: Γιάννης Αιόλου


 

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

"Hide me..."

Αυτή η ζωή και η κάθε ζωή είναι ένα αίνιγμα αποτελούμενο από μικρότερα αινίγματα.
Ένας λαβύρινθoς που μπορεί και να βρεις την έξοδο μπορεί και όχι.
Κάθε φορά που παίρνεις ένα ρίσκο, ξεκινάς να λύσεις ένα αίνιγμα.
Αν κόψεις και ράψεις τη λέξη μπορεί και να βγάλεις τη λέξη «άνοιγμα».
Παραθυράκια.
Με θέα ή χωρίς.
Πορτούλες, κλειδάκια, παγίδες.
Ιστορίες καθημερινές.
Τις ζεις στο μυαλό σου, στα χέρια σου, στο μέσα σου.
Ανοίγουν κόσμοι, κλείνουν κόσμοι.
Ανοίγουν καρδιές, κλείνουν καρδιές.
Ανοίγουν μυαλά, κλείνουν μυαλά.

Ώρες-ώρες νιώθω σαν να έχω επιθυμήσει εκείνο το θράσος του 17χρονου ερωτευμένου.
Μεγαλώνοντας το θράσος γίνεται δειλία.
Το μόνιμο αίνιγμα που αλλάζει μορφές.
Και για το οποίο βρίσκεις πάντα μομφές.
Πόσο γελοίοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι;
Πόσο ερωτεύσιμα γελοίοι;
Πόσο γελοία ερωτεύσιμοι;

Στο βάθος υπάρχει εξήγηση για όλα.
Εξήγηση, όχι ορισμός.
Ο ορισμός είναι μια απάτη "του λόγου".
Tης λογικής.
Αλλά μέχρι να πάμε στην εξήγηση, φτάνουμε κιόλας σε συμπεράσματα.
Ευκολομάσητα.
Δεν με νοιάζει η εξήγηση.
Με νοιάζει το συμπέρασμα.
Να βολέψω κάπου και κάπως τα πράγματα μέσα στο μυαλό μου.

Υπάρχουν μέρες που όλες οι λέξεις που υπάρχουν με ενοχλούν.
Υπάρχουν μέρες που όλες οι λέξεις που υπάρχουν μου φαίνονται ερωτεύσιμες.

To ξέρω, θα ξυπνήσω ένα πρωί, θα κοιτάξω το κενό,
θα του ψιλοχαμογελάσω
και θα το παρατήσω.
Θα το αφήσω στην ίδια άκρη,
στο ίδιο αίνιγμα,
στην ίδια ανοησία,
στην ίδια μετέωρη κατάσταση.
Με ουσία η χωρίς.
Ξέρω, θα ξυπνήσω ένα πρωί,
θα κοιτάξω το κενό,
θα αλλάξω πορεία.
Θα βρω ένα καινό.
Λίγο πιο γεμάτο.

«Κι όμως κάτι δεν ξέρω».
Η επίγνωση της άγνοιας.
Κι όμως σίγουρη δεν είμαι γι’αυτά που ξέρω.
Η άγνοια της γνώσης.

Θα μπορούσα να σου μιλάω μόνο με παρενθέσεις.
Μόνο σε παρενθέσεις χωράμε.
Σχεδόν ολόκληροι.

Ανταλλάσσεται ψυχρή λογική με αυταπάτη.
Και το αντίθετο.
Διάρκεια συζητήσιμη.

Δεν είμαστε πιασάρικο σενάριο.
Δεν είμαστε καν άρτιο.
Δεν είμαστε καν σίγουρο.
Δεν είμαστε.
Δεν είμαστε καν λέξεις.

Κι είναι από αυτές τις μέρες που κανένα τραγούδι δεν σου κάνει.
Κανένα γράμμα δεν έχει διάθεση να μπει σε λέξεις.
Καμία ισορροπία δεν σε αφορά.
Κανένα λογοπαίγνιο δεν σε περιέχει.
Κανένα νόημα δεν σε κάνει παρέα.
Εσένα.
Εμένα με περιφέρει μια λογική που λέει πάλι πως όλα είναι απλά μαθηματικά.
Ή απλό συντακτικό.
Μαθαίνεις τους κανόνες, βάζεις τις λέξεις στη σωστή σειρά:
Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο.
Υποκείμενο-Ρήμα-Κατηγορούμενο.
Θα είμαι το ρήμα.
Θα είσαι το αντικείμενο ή το κατηγορούμενο;
Αν είσαι κατηγορούμενο, παίρνεις πάνω σου τη μετάβαση.
Θα είμαι κι εγώ μεταβατικό ρήμα.

Αν ήμουν χαρακτήρας, θα ήμουν τελεία.
Για την οριστικότητά της.
Για την ικανότητά της να πολλαπλασιάζεται και να αφήνει υπονοούμενα.
Για την ικανότητά της, όταν πολλαπλασιάζεται, να αποσιωπά.
Αποσιωπητικά...
Βλέπεις;
Όταν η οριστικότητα πολλαπλασιάζεται γίνεται σιωπή.
Κι όταν τα πράγματα γίνονται σιωπή, νεκρώνουν.
Γίνονται κενό.
Και μετά ξυπνάς ένα πρωί και πας να διαχειριστείς κενό.
Και εκκενώνεσαι.
Γιατί δε γεμίζει με βήμα.
Γιατί δε γεμίζει με ρήμα.
Γιατί γεμίζει με «αν».
Και τα «αν» σηκώνουν πολλαπλές αβάσιμες διαχειρίσεις και δεν μας κάνουν.
Γιατί γεμίζει με «δεν».
Και τα «δεν» δεν είναι διαχειρίσιμα.
Είναι οριστικά.
Σαν την τελεία.
Εγώ τελεία.
Εμείς, ατελείς.

Μια λογική ακέραια.
Μια καίρια σιωπή.
Μια έγκαιρη λύση.
Μια άκαιρη συγκυρία.
Σαν ευκαιρία χαμένη.

"Κάποια στιγμή θα μας τελειώσουν τα λογοπαίγνια και θα αναγκαστούμε να μιλάμε γι' αυτά που νιώθουμε."     



Hide me

Why don't you leave me in a place
Tradition ends, and custom fades
In this world was brought alone
On my own no one home

Don't you leave me in this craze
Broken phone, soul erased
I Paint the sky but there's no change
Painted skies, broken lanes....

Why don't you hide me anyway.... Save me save me
So why don't you hide me anyway... Save me save me
Save me save me!!!
Save me save me!!!

Why don't you hide me,
why don't you hide me anyway
Why don't you hide me,
why don't you hide me anyway
Save me save me.



 Beggar's Blues Diary feat. Athina Routsi



  

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

"Οι τελευταίες μέρες..."

Αν συγκρουστούν οι λογικές, θα στάξει συναίσθημα.
Πίσω από τα ταξινομημένα κουτάκια υπάρχει μια αταξία.
Υπαρκτή.
Ενσώματη.
Έχει τρυπώσει.
Κάνει θόρυβο.
Χρατς-χρουτς.
Σαν βινύλιο.
Συναγερμός.
Δεν είναι ανάγκη να είναι εκκωφαντικός ο ήχος.
Συνήθως η ζυγαριά γέρνει προς την ένταση κι όχι προς τη διάρκεια.

Άφησέ με σε ένα ηλιοβασίλεμα.
Με εκστασιάζει.
Χάνομαι στα χρώματα.
Το μυαλό εκκενώνεται.
Δεν υπάρχει καμία γνώση.
Παρά μόνο αίσθηση.
Τώρα βάλ’το αυτό στις σχέσεις:
Να μην υπάρχει γνώση, παρα μόνο αίσθηση.
Για σκέψου, σε πόσες από τις σχέσεις σου κυριαρχεί η αίσθηση;
Και σε πόσες έρχεται η γνώση και μολύνει την αίσθηση;

Υπάρχει μια εξίσωση πίσω απ’ό,τι δεν καταλαβαίνεις.
Μια κωλοϊσορροπία.
Ένα παζλ που ακόμα κι αν σου λείπουν κομμάτια, το βλέπεις σχεδόν σαν ολόκληρο.
Και «σχεδόν» και «σαν».
Ολόκληρο.
Ποτέ δεν αγαπούσα τα μεταβατικά στάδια.
Η αίσθηση του ανολοκλήρωτου αποτελείται από εκκρεμότητες.
Από κάτι σχοινάκια που ξέρεις ότι θα φύγουν.
Ή θα τα κόψεις ή θα κοπούν.
Η εξίσωση θα λυθεί.
Όσο κι αν σπας το κεφάλι σου να βρεις τους αγνώστους.

Υπάρχουν κάτι «νομίζω» και κάτι «σαν» που σε κάνουν να σέρνεσαι.
Ενώ ο δρόμος είναι ευθύς και εύκολος.
Μια μέρα να ζητήσουμε συγγνώμη από αυτούς που ξέρουν άλλη αλήθεια για εμάς.
Μια μέρα να καταλάβουμε ότι η αλήθεια χωράει το πολύ σε τρεις-τέσσερις λεξούλες.
Παρ’όλο που προς τιμήν της γράφονται κατεβατά.
Μια μέρα η «συγγνώμη» και το «ευχαριστώ» να λέγονται κατ’αρχήν και όχι κατ’αρχάς.

Είναι και αυτές οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν.
Είναι και αυτές οι ευθύνες που πρέπει να αναληφθούν.
Είναι κι αυτό το κεφάλι που σε κάθε «πρέπει» κοιτάει αλλού.
Είναι κι αυτό το «πρέπει» που ώρες-ώρες είναι πολύ ευέλικτο και ακολουθεί με ακρίβεια την κίνηση του κεφαλιού.

Κι αυτή η συνέπεια του σύμπαντος, τόσο αστεία ώρες-ώρες.
Μια ακατάληπτη συνωμοσία που με τον τρόπο της σου φέρνει επιθυμίες στα χέρια.
Και άλλες τις φέρνει στα πόδια, να τις κλωτσήσεις.




...Είναι κι αυτό το άλλοθι του Σεπτεμβρίου που όσο μεγαλώνεις χάνονται τα χρώματά του.
Είναι που τότε ήταν Σεπτέμβρης 2002.
Και τώρα 2012.
Μια δεκαετία μετά.
Για μάθημα πήγαινα και με μάθημα έφυγα.
Σταθμός.
Είπα στον "λίθο" ότι πέρασε δεκαετία και με κοίταξε με βλέμμα απόγνωσης.
«Ρε μεγαλώσαμε».
Όταν οι ιστορίες κλείνουν δεκαετία σημαίνει ότι μεγάλωσες πιο πολύ απ'όσο νομίζεις.
Κρίση ενηλικίωσης. (μεταξύ άλλων κρίσεων).
Ώρες-ώρες θέλω να μιλήσω σε αυτό το σχεδόν δεκαεξάχρονο πιτσιρίκι που τότε άνοιγε με απορία, φόβο και λαχτάρα τις πόρτες.
Θα ήθελα να το έχω απέναντί μου, να μου πει τι πιστεύει ότι θα γίνει.
Να μην του πω τι θα γίνει.
Να τα ζήσει όλα με την ίδια ένταση.
Να μεγαλώσει.
Ώρες-ώρες κοιτάζω στον καθρέφτη μου και το διακρίνω.
Μας χωρίζει ένα κενό, μπόλικη λογική και πιο απενοχοποιημένο συναίσθημα γενικώς.
Μας ενώνει το ίδιο καλά κρυμμένο αίσθημα, σε άλλες εκδοχές και με άλλα καθρεφτίσματα πια.
Σαν μια συνθήκη ρομαντισμού κλειδαμπαρωμένη.
Μυστικά.
Ώρες-ώρες θέλω να το αφήνω να μου λέει μυστικά στο αφτί:
Ξέρεις, αυτούς τους κανόνες περί έρωτος που αρχίζει και διαμορφώνει το δεκαεξάχρονο που ερωτεύεται κερυνοβόλα.
Που η λογική του πνίγεται.
Θέλω να τους ξανακούσω αυτούς τους αθώους κανόνες.
Αυτήν την αίσθηση του «παραδίνομαι».
Την αίσθηση του «έχω τόσους πολλούς φραγμούς, αλλά ρε γαμώτο κάτι με ενοχλεί στο στομάχι και θέλω να αφεθώ σε αυτό».
Τα μέσα μας δεκαεξάχρονα μπορούν να μας διδάξουν περισσότερα απ’ό,τι μπορεί να τα διδάξει κάποιος.
Ασυναίσθητα, και μάλλον όχι ψυχαναγκαστικά, η 3η του Σεπτέμβρη και η 20η του Δεκέμβρη είναι μέρες συνάντησης με τον καθρέφτη.
Σαν μέρες απολογισμού που δεν εστιάζει σε πρόσωπα.
Παίρνω τη δεκαετία μου αγκαλιά και την πάω περίπατο.
Ξέρω ότι εκεί τοποθετείται η "έναρξη".
"Σε μιαν ανάσα
τόσα χρόνια τα χωράω", που λέει και το τραγούδι.





Άλλωστε εμπνεύσεις υπάρχουν παντού.



...Στις διακοπές το μάτι έπεσε σε μια βάρκα που την έλεγαν «Άλλοθι».
Την αγάπησα.
Να πάμε μια βόλτα.


Μεγαλώνουμε και παλεύουμε να χτίσουμε εαυτούς ακέραιους.
Να μην περνάει εύκολα κάτι από τον τοίχο.
Ρε ώρες-ώρες περνάει.
Τρυπώνει.
Απ’τα κουμπάκια ανάμεσα.
Ξέρεις, συμπαθώ την ακεραιότητα του εαυτού.
Συμπαθώ εξίσου και την απογυμνωμένη, τραυματισμένη (μεταφορικά) εκδοχή του.
Τις σέβομαι τις δύο εκδοχές.
Με τρομάζουν και οι δύο.
Τόσο η ψυχρή, όσο και η εύθραυστη.

Θυμάσαι που λέγαμε ότι η «αγκαλιά» και η «ανάγκη» είναι ετυμολογικά συγγενείς;
Στην ίδια ετυμολογική οικογένεια πρόσθεσε την «άγκυρα» και το «αγκίστρι».
Και φτιάξε μια ιστορία.
«Άγκυρα», «αγκίστρι», «ανάγκη», «αγκαλιά».
Σου ρίχνουν το «αγκίστρι».
Τσιμπάς.
Τσιμπάει η «ανάγκη» σου.
Ρίχνεις «άγκυρα».
Βυθισμένες άγκυρες.
Σε μία εκδοχή η ιστορία τελειώνει με μια «αγκαλιά».
Σε άλλη εκδοχή η ιστορία αρχίζει με μια «αγκαλιά».
Ξέρεις κάτι;
Το θέμα είναι οι ζωές που διασταυρώνονται.
Άγνωστο το «πώς;», άγνωστο το «για πόσο;».
Κι αυτό εξίσωση είναι.
Κι εγώ εξίσωση είμαι.
Κι εσύ εξίσωση είσαι.
Κι εμείς εξίσωση είμαστε.

Συνηθίσαμε να λέμε «εντάξει» και ξεχάσαμε πως το «εν αταξία» αν μη τι άλλο έχει περισσότερο ενδιαφέρον.
Στόχος της αταξίας είναι η τάξη.
Στόχος της τάξης είναι η διατήρηση;
Μπορεί.
Αλλά η μοίρα της τάξης είναι να διακόπτεται από την αταξία.
Οπότε, κυκλάκια.
Σαν τις αποφάσεις που πρέπει να πάρεις.
Που όσο κι αν τις παιδεύεις, ξέρεις ότι θα ξυπνήσεις ένα πρωί και θα τις έχεις ήδη πάρει.
Θα τα έχεις ήδη ξεκαθαρίσει και θα έχει δημιουργηθεί χώρος για άλλες.
Συνειδητά.
Γιατί τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος.
Ακόμα κι αυτά που έχουν αρχή και τέλος και τέλος και τέλος και τέλος στην νιοστή.
Κάπου υπάρχει οριστικότητα.
Όροι, όριο, ορισμένος, καθορισμένος, προσδιορισμένος, περιορισμένος…
Μια απόφαση μακριά είναι το σπάσιμο του ορίου.
Μια απόφαση μακριά είναι κι η αποδοχή του.

Μια μέρα να αναλύσουμε τις προβολές μας στους άλλους.
Σαν παιχνίδι.
Τις προβολές μας στους ψυχρούς, στους ευσυγκίνητους, στους εγωιστές, στους σοβαρούς, στους γελοίους, στους έξυπνους, στους χαζούς…
Σαν παιχνίδι με τίμημα την απογύμνωση.
Μια μέρα να συμφιλιωθούμε με εμάς.
Με όλες τις εκδοχές και τα ερεθίσματα που τις δημιουργούν ή τις αφυπνίζουν.

*«Γιατί από τους ανθρώπους της ζωής μας, τελικά μας ανήκει μια μονάχα εκδοχή. Μπορεί να είναι καλή ή κακή, ταιριαστή ή αταίριαστη, ευλογημένη ή καταδικασμένη. Το σίγουρο όμως είναι ότι πρόκειται για τη μία και μοναδική εκδοχή που μας αντιστοιχεί. Κι όλες οι άλλες εκδοχές, αν τύχει ποτέ και τις συναντήσουμε, δε θα είναι παρά φευγαλέα φαντάσματα που μας προσπερνούν απρόσμενα τις νύχτες μέσα σε διερχόμενα αυτοκίνητα.»

*(Από το blog του Γεράσιμου, εδώ: http://jirashimosu.blogspot.gr/2011/09/blog-post_27.html)

Δεν έχει σημασία αν ο Σεπτέμβρης έχει όντως άλλοθι.
Δεν έχει σημασία αν νιώθεις ότι το χρειάζεσαι ή όχι.
Δεν έχω ιδέα τι έχει σημασία, αν όλα έχουν ή τίποτα δεν έχει.
Δεν έχω ιδέα αν υπάρχει ορισμός της σημασίας, αν μπορεί να οριστεί πράγματι αντικειμενικά ή αν είναι υποκειμενική.

Αλλά να σου πω κάτι;
Στο τέλος ο καθένας δεν παίρνει ό,τι του αξίζει.
Παίρνει σχεδόν ό,τι κυνήγησε.



Υ.Γ 1 Την Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου στις 18:00 θα είμαστε στα Public Συντάγματος παρέα με τη Νατάσσα Μποφίλιου, τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο για live συνέντευξη. Αν σας βγάλει ο δρόμος…να μας πείτε ένα "γεια"!)


Υ.Γ Κατά τ'άλλα, ισχύει το ραντεβού μας ραδιοφωνικά στον αέρα του Street-Radio, κάθε Τρίτη στις 22:00.


Οι τελευταίες μέρες

Τις τελευταίες μέρες μου
θα τις ρίξω στη θάλασσα
νιώθω λες και μεγάλωσα
για να βρεθώ με 'κεινη

σε παραλία απόμερη
μ' ένα φθαρμένο μοντγκόμερι
θα στήσω την πολυθρόνα μου
για τη γριά μου τη μνήμη

Τις τελευταίες μέρες μου
θα τις μετράω σ' απογεύματα
θα παραθέτω γεύματα
για τα φαντάσματά μου

θα ξαγρυπνάω ως τις δυόμιση
κάνοντας μια ταξινόμηση
στις εμπειρίες του βίου μου
στα παιδικά όνειρά μου

τις τελευταίες μέρες μου
θα τις ρίξω στη θάλασσα
να δω όπως μεγάλωσα
τι ψάρια μείναν να πιάσω

κι όταν ενώσω τα νήματα
θα μ' απαγάγουν τα κύματα
κι απ'τον βυθό ως τον αφρό
σαν ένα κύμα κι εγώ
θα περάσω


 

Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Νατάσσα Μποφίλιου

 

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

"Ο καημός της φυσαρμόνικας"...

Η γενική αντίληψη είναι αποτέλεσμα μαθηματικών πράξεων.
Μια πρόσθεση αντιλήψεων.
Ένα σύνολο που έρχεται αντιμέτωπο με την προσδοκία.
Η προσδοκία είναι το μέτρο που τίθεται κάθε φορά.
Η προσδοκία είναι το όριο.
Κλείνεις τα μάτια σου και φτιάχνεις κόσμους.
Κόσμους που ζουν πέρα από εσένα.
Κόσμους ιπτάμενους, χωρίς κλωστούλα να τους δένει με τον πραγματικό.
Όσες ιδέες κι αν σου έδωσαν αυτοί οι κόσμοι, κανένας δεν σου έδωσε πνοή, έτσι δεν είναι;
Όσα παιχνίδια και να έπαιξες κανένα δεν σε εξέλιξε στ’αλήθεια, έτσι δεν είναι;
Όση «ζωή» και να σου έδωσαν, κανένα δεν σου έδωσε ζωή, χωρίς εισαγωγικά, έτσι δεν είναι;


Καλή η απογείωση, αλλά στηρίζω γείωση.
Προτιμώ τα βήματα παρά το πέταγμα.
Είναι πιο στέρεα.
Είσαι πιο στέρεος.
Είσαι πιο ακέραιος.


Με ενοχλεί ο κάθετος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο αδιάφορος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο χρόνος που σε πετάει σε μια γωνιά κουρασμένο.
Βγαίνεις από το τούνελ.
Κοιτάς τριγύρω σου: «Βγήκα αλώβητός», σκέφτεσαι.
«Βγήκα», ξανασκέφτεσαι.
Πολύς χαμένος χρόνος.
Δεν υπάρχει χειρότερος χαρακτηρισμός για την έννοια του χρόνου από τη μετοχή «χαμένος».
Με αυτό τερματίζεις.
Με αυτό η προσδοκία σου γίνεται μπαλόνι και πετάει.
Κι εσύ ξαπλώνεις στο πάτωμα ανακουφισμένος.
Ταξιδάκια μωρέ.
Με σκοπό ή χωρίς.
Τι σημασία έχει τελικά;
Ξαπλώνεις και αγναντεύεις ουρανούς.
Ξαπλώνεις και επαναδημιουργείσαι για άλλους ουρανούς.
Είμαστε μέρος μιας αντικαστάστασης.
Αντικαθιστούμε και μας αντικαθιστούν.
Με συνέπεια.
Ευτυχώς.


Μετρήματα αυθόρμητα.
Μαθηματικά απλά.
«Πόσα πήρες;»-«πόσα δεν πήρες;».
«Τι πήρες;».
Πραξούλες.
Αποτέλεσμα.
Που απλώς το κοιτάς.
Που υποσυνείδητα το αξιολογείς.
Που ασυνείδητα το έχεις αξιολογήσει καθ΄όλη τη διάρκεια της πορείας.
Σεβάσου το μυαλό και τις ανάγκες του.
Για το τέλος.
Στην αρχή ψαξ’το λίγο.
Αν δεν το ψάξεις τουλάχιστον κράτα αυτόν τον γαμημένο σεβασμό.
Αν μπορείς ανάλυσέ το.
Όχι τον σεβασμό.
Την ανάγκη του μυαλού.


Ημιτελείς είμαστε.
Τα απέναντι μάτια μπορούν να μας κοιτάξουν ως το «τέλειο».
Μετά ως το «ατελές».
Αλλά ημιτελείς είμαστε.
Επιδεχόμαστε διόρθωσης διανοητικά.
Ο άλλος μας κατασκευάζει στη συνείδησή του.
Χτιζόμαστε.
Μετά γκρεμιζόμαστε.
Σαν να φοράς ένα ζευγάρι γυαλιά και μετά να τα βγάζεις.
Σπουδαίο παιχνίδι.
Αρρωστημένο.
Παλέυεις να δικαιολογήσεις και να διασώσεις.
Μια μέρα θα μπει στα λεξικά το ρήμα «εξαλλοθίζω».
«Δημιουργώ άλλοθι στις καταστάσεις».
Πόσες φορές το έχεις κάνει;
Είναι που «ο κόσμος είναι μια χούφτα από εκατομμύρια μόρια
Κι η κατανόηση δείχνει ν' αργοπεθαίνει».



Είμαστε παρατονισμένες συλλαβές.
Ανορθόγραφες λέξεις.
Λέξεις διφορούμενες.
Όλα έχουν διττή σημασία.
Εμείς διαλέγουμε μία και την κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Τη φοράμε και τη δείχνουμε.
Τη στολίζουμε και την προσωποποιούμε.
Της δίνουμε χρώμα, σχήμα και αέρα.
Μέχρι τη μέρα που θα ξυπνήσουμε και δεν θα μας κάνει.
Ή δεν θα μας αρκεί.
Και ξέρεις, εκεί δεν έχει πισωγύρισμα και διόρθωση.
Εκεί έχει πέταμα.


Παίζουμε με σημεία στίξης ώρες-ώρες.
Είναι που η στίξη σχετίζεται με τη στιγμή.
Είναι που η στιγμή σχετίζεται με το στίγμα.
Είναι που το στίγμα σε παραμύθιασαν ότι είναι ανεξίτηλο.
Είναι που εσύ καθορίζεις καμιά φορά τι μένει και τι όχι.
Είναι κι αυτή η αιώνια εφηβική μανία του «για πάντα».
Είναι κι αυτή η αιώνια ενήλικη μανία του «ποτέ».
Είναι που φυλαγόμαστε, όχι γιατί έχουμε τίποτα πολύτιμο.
Είναι που φυλαγόμαστε από φόβο μωρέ.
Επειδή αλώβητοι δεν είμαστε.
Μαλάκες είμαστε.


Την έμπνευση ζητάμε.
Μόνο η έμπνευση δεν φοβάται.
Μόνο αυτή έρχεται με μανία και προσπερνά φόβους, χρόνους και περιορισμούς.
Ενδεδυμένη κατάλληλα,
Προσαρτημένη με τα ακατάλληλα που είναι απαραίτητα.
Κάθε έμπνευση περιλαμβάνει κάτι ακατάλληλο.
Κάθε τι ακατάλληλο περιλαμβάνει λίγη έμπνευση.


Κάθε άνθρωπος ξέρει το κομμάτι της ζωής  σου που θέλεις να του δείξεις.
Ίσως και ένα μικρό κομμάτι που διαισθάνεται.
Ως εκεί.
Τα υπόλοιπα λεξούλες που συνειδητά σου παρουσιάζει.
Όχι η ζωή του.
Οι λεξούλες του.
Μετα παίζεις με ποσοστά συσχέτισης.
Με την αντιληπτική ικανότητα, όχι που έχει, αλλά αυτή που θέλει ή έχει ανάγκη να έχει.
Το παιχνίδι λέει να βάλεις τον άλλον στον κόσμο που θέλεις, όχι στον κόσμο που είσαι.
Οι κόσμοι μας.
Ο κόσμος μου και ο κόσμος σου.
Και ο από κοινού…
Ο κόσμος μας.


Ο έρωτας δεν είναι η ψευδαίσθηση του πάντα.
Είναι η ψευδαίσθηση του «δεν μπορώ χωρίς».
Μέχρι που τα «δεν» γίνονται διπλή ψευδαίσθηση.
Και το «χωρίς» αδυνατίζει.


«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Πόσες φορές έχεις ακούσει ή πει αυτή τη φράση;
«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Υπάρχουν και οι σχέσεις του «ένα τσιγάρο ακόμα».
Σπανίως το έχεις ανάγκη αυτό το επιπλέον τσιγάρο, έτσι δεν είναι;
Αυτήν την επιπλέον, δίχως νόημα παράταση.
Τις σχέσεις «ένα τσιγάρο ακόμα» μια φωτιά τις σώζει.
Όχι αυτή που ανάβει το τσιγάρο.
Αυτή που το καίει μια και καλή.


*"Ο καημός της φυσαρμόνικας" είναι το τραγούδι που θα μπορούσα να ακούω για πάντα.


Ο καημός της φυσαρμόνικας
Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ

Έρχεσαι πάντα το βράδυ
μελαγχολικά
σαν το στερνό το τρένο του χειμώνα,
η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου και σε καρτερεί.

Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ.

Έρχεσαι και δε σωπαίνεις,
μέσ' από τη στάχτη
μια φωτιά γυρεύεις κι όλο φεύγεις
τριγυρνάς μέσα στη νύχτα
φάντασμα ωχρό της προσμονής μου
μαυροπούλι ερημικό.

Κι όπως έρχεσαι έτσι φεύγεις
έτσι απρόσμενα αγαπάς
μισείς ξεχνάς πλάνες μαζεύεις
μα η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου πάντα καρτερεί.

Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι κι εσύ...



Μαρία Δημητριάδη
Στίχοι/Μουσική: Γιώργος Σταυριανός

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

"What are the chances..."

Το πρόβλημα με τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ότι όλα καταγράφονται:
Γίνονται συναίσθημα,
γίνονται αποθηκευτικός χώρος,
γίνονται σκέψεις στον εγκέφαλο.
Κι από ένα σημείο και μετά δεν έχεις να διαχειριστείς σχέσεις ή ανθρώπους.
Έχεις να διαχειριστείς σημεία.
Παύει ο ανθρώπινος παράγων.
Και βρίσκεις ανάπηρο τον κόσμο στα σημεία.
Βρίσκεις τις σχέσεις σου ανάπηρες.
Τον άλλον ανάπηρο.
Τον εαυτό σου ανάπηρο.
Ο χρόνος προσωποποιείται,
περνάει μέσα απ’τη σχέση,
τραβάει απ’όπου μπορεί
Ή απ’όπου άφησες ανοιχτά παραθυράκια.
Σχέσεις που μπάζουν.
Και το αντιλαμβάνεται μόνο ο ένας.
Μια μέρα θα ξυπνήσω και θα σου τα πω όλα.
Ξέρεις αυτές τις μαλακίες του «δεν φταις εσύ, φταίω εγώ».
Ευγένειες.
Ειλικρίνειες.
Ή μια μέρα απλώς δεν θα έχω πια δικαιολογία.
Και δεν θα σου πω «ξέρεις, συμβαίνει αυτό».
Θα σου πω: ΔΕΝ ξέρεις.
Τίποτα.
Τίποτα για εμένα.
Με τρομάζει η αντίληψη.
Το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος το κοινό σας κομμάτι.
Τι ονομασία του δίνει.
Τι εννοεί όταν λέει «σ’αγαπώ».
Ποιόν ακριβώς αγαπάει.
Αυτόν που βλέπει.
Αυτόν που αλληλεπιδρά.
Αυτόν που φαντάζεται.
Αυτόν που είναι.
Αυτόν που θα ήθελε να είναι.
Αυτόν που βλέπει η καρδιά του.
Ποιόν απ΄όλους αγαπάς γαμώτο;

Δεν μ’αρέσει η λέξη.
Το μυαλό μου είναι κατασκευασμένο για αναλύσεις.
Έμαθε να κόβει τις λέξεις, να ψάχνει την προέλευση.
Δεν είναι φτιαγμένο για τέτοια.
Δεν μπορείς να μου πασάρεις μια λεξούλα και να τη δεχτώ έτοιμη.
Και δεν ξέρω που σκατά είναι τα ανιδιοτελή «σ’αγαπώ».
Αυτά που βλέπουν την αλήθεια, και νιώθουν το ρηματάκι έτσι απλά.
Αυτά που πασάρονται με μια παρένθεση που λεει: (δεν περιμένω τίποτα από εσένα).
Με ενοχλεί, αν περιμένεις.
Με ενοχλεί αν «πρέπει» να πάρεις.
Με ενοχλεί που μπορεί να μην έχω τίποτα που να μπορείς να πάρεις.
Με ενοχλεί που αν έχω κάτι, πάνω έχει ταμπέλα και όνομα.
Με ενοχλεί αν δεν είναι το δικό σου όνομα.

Για να σε δω.
Μπορείς να τα βάλεις με τα σημεία;
Μπορείς να παλέψεις με αυτά;
Στιγματάκια.
Που αν τα ενώσεις μπορεί να βγει και σχέδιο.
Μπορει να βγει και μουτζούρα.
Για να σε δω:
Πώς νιώθεις αν εσύ είσαι η μουτζούρα;

Και ξυπνάς ένα πρωί και έχεις βρει στόχο-σκοπό-κίνητρα-προορισμό-διαδρομή.
Και έχεις φτιάξει το συμπερασματάκι σου.
Null.
Και τις απορίες σου δεν σου τις έλυσε κανείς.
Και δεν σε πολυνοιάζει.
Και ξέρεις-δεν ξέρεις δεν έχει σημασία.

Εκεί είναι η ουσία μάτια μου:
Στη σημασία.
Και στις διαστάσεις της.
Πόσο μεγάλη είναι, πόσο μικρό σε κάνει.
Γαμημένο μυαλό.
Τα γεννά και τα σκοτώνει.
Σε γεννά και σε σκοτώνει.
Σε κατασκευάζει προσεκτικά, σε συναρμολογεί.
Και κάποια στιγμή βλέπεις τριγύρω σου κομμάτια,
βίδες,
ξεχαρβαλωμένες ιδέες.
Σκοτεινά δωμάτια που κλείνεις την πόρτα και φεύγεις.
Ποια κλειδιά μωρέ;
Σε παραμύθιασαν ότι τις ιστοριούλες σου τις κλειδώνεις;
Η πρόκληση είναι να έχεις τα κλειδιά σου χέρι σου και να μη σε νοιάζει.

Μη σε σαγηνεύει το σκοτάδι.
Πίσω από κάθε τι σκοτεινό και μυστήριο που σου γνέφει ιντριγκαδόρικα, κρύβεται ένα μυστικό.
Αλλιώς όλοι θα κουβαλούσαμε τις σκέψεις μας στα χέρια, φόρα-παρτίδα, με την ταμπελίτσα: Αυτός είμαι.

Τα αγαπώ τα φωτεινά πλάσματα.
Που χαμογελούν αληθινα, εξομολογούνται αληθινά, κλαίνε αληθινά και μιλάνε αυθόρμητα.
Τα αγαπώ, αλλά δεν τα ερωτεύομαι.

Είμαστε κατασκευές πολύπλοκες θεωρητικά.
Πρακτικά θέλουμε άγγιγμα στα κατάλληλα σημεία.
Να λυθούμε.
Θέλουμε ένα κατάλληλο νεύμα να ανάψει το φανάρι πράσινο.
Αν πατάς λάθος κουμπιά θα είναι πάντα κόκκινο.
Το πορτοκαλί να το προσέξεις.
Δε σημαίνει ότι άναψε πράσινο.
Δε σημαίνει ότι πάτησες το σωστό κουμπί.
Σημαίνει: ανάγκη.
Σημαίνει «πέρνα, αλλά μπορεί να το μετανιώσω»
Σημαίνει «αν δεν περάσεις, έχασες»
Ή κέρδισες.

Καμιά φορά νομίζω ότι είσαι αυτό που δεν ήθελα να είμαι.
Καμιά φορά νομίζω ότι γίνομαι αυτό που δεν θα ήθελες.
Καμιά φορά είμαι ό,τι θέλω.
Καμιά φορά θέλω ό,τι είμαι.
Καμιά φορά θέλω μόνο να θέλω.
Και να μπορώ.

Κι αν το καλοσκεφτείς, σε αυτή τη ζωή παίζεις με πιθανότητες και ευκαιρίες.
Κι αυτά συνδέονται.
Τα ψάχνεις.
Και σε ψάχνουν.
Χάσε το μέτρημα των ευκαιριών.
Να χάσω το μέτρημα των πιθανοτήτων.

(Αν το mixpod μου έκανε τη χάρη, θα ακουγόταν και αυτό:)



WHAT ARE THE CHANCES

Tell me what are the chances
of me drinking alone
of aching for you to the bone?
tell me what are the chances
this bottle could keep me alive
without you by my side?

and Tell me what are the chances
of me meeting you in the rain
with nothing to say...

I had a dream I was on fire
you were watching me closely
then you just left
I had a dream it turned into nightmare
you were light
now only darkness i see,
you were all I desired..

and Tell me what are the chances
of me meeting you in the rain
for second chances...

All my friends seem to remind me
of the bitterness that I feel
and how you despise me..
Tell me please what are the chances
of me leaving doors open wide ...
of you coming in with a smile..

and Tell me what are the chances of me meeting you in the rain
with nothing to say...
and Tell me what are the chances of me meeting you in the rain for second chances...

Tell me please is this the end ?
cause I've run out of chances my friend..
I've run out of chances..
Tell me please I'm closed to myself
I feel beaten and broken again..
beaten and broken..

and Tell me what are the chances of me
leaviing you in the rain
all covered in pain...?
and tell me what are the chances of you
passing me by in your car
when I was still there..
left alone with my chances ,
with my nightmares , withn my hopes and fears to dry...
you are a nightmare... it's a nightmare ...

What are the chances of me...?
What are the chances of you...?

Tell me please my guardiian angel...will you come for me?
will you come for me...?


Dusk

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

"Συνέχεια στα Όρια..."

Η ζωή ώρες-ώρες είναι σαν μια ανορθόγραφη ερωτική εξομολόγηση.

Όρια.
«Οριάνθρωποι».
Θα έχεις συναντήσει τέτοιους.
Θα έχεις γίνει τέτοιος.
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αγκαλιά όρια,
και όρια που έχουν αγκαλιά ανθρώπους.
Θα έχεις ζήσει με όρια.
Μπορεί και να ζεις ακόμα.
Όλοι έχουν όρια.
Και τα όρια έχουν ανθρώπους.
Άμυνες χιλιομέτρων.
Κανόνες απαράβατους.
Πόρτες να ξεκλειδώσεις.
Που η πρόθεση δε μετράει.
Που το κλειδί σκούριασε.
Που το μυαλό σκούριασε.
Που η πρόθεση σκούριασε.
Τα όρια δεσμεύουν προθέσεις.
Τα όρια δεσμεύουν ανθρώπους.
Τα όρια είναι δεσμά.
Αλλά δεσμεύουν και ‘σένα.
Σε δεσμεύεις.
Άλλο ορίζω, άλλο περιορίζω.

Καμιά φορά νιώθεις τόσο αυτόνομος που δεν έχεις ανάγκη από ανάγκη.
Μετά η ανάγκη γίνεται ένα τέρας.
Μετά γίνεσαι εσύ τέρας.
Και συμφιλιώνεσαι:
με την ανάγκη και με το τέρας.

Διανύεις την ανηφορίτσα.
Σαν στρατιώτης.
Οπλισμένος.
Θα σου έχει τύχει.
Καθορισμένες προτεραιότητες.
Βήμα δυνατό.
Και κάπου-κάπου ανοίγεις τα μάτια σου:
Τα πράγματα δεν χρειάζεται πάντα να τα ξεδιαλύνεις εσύ.
Υπάρχει κι αυτό το σύμπαν που κάνει ό,τι γουστάρει.
Που βάζει τις ταμπελίτσες ύπουλα:
«Σημαντικό»-«Ασήμαντο».
Και δεν παίρνεις χαμπάρι.
Διαμορφώνεται η ζωή.
Ηρεμεί το μυαλό.
Και δεν παίρνεις χαμπάρι.

Το σύμπαν είναι γελοίο.
Η τύχη είναι γελοία.
Το αντίθετο του «τυχαίου» δεν είναι το «μοιραίο».
Είναι το ατυχές.

Σου έχω πει πόσο βαριέμαι τους ανθρώπους που έχουν να πουν πάντα κάτι περισσότερο από αυτό που χρειάζεται;
Έχεις σκεφτεί ποτέ τι χρειάζεται να πεις ή να κάνεις;
Όχι «τι πρέπει».
Ούτε «τι θέλεις».
Τι χρειάζεται.
Τι χρειάζονται οι άνθρωποι.
Στην αρχή χρειάζονται.
Μετά προκύπτει ανάγκη.
Κι αυτό το μέτρο, δεν το θέτεις εσύ.
Το μέτρο τίθεται συμπαντικά.
Συμπαντικό όριο.

Περίεργο το «με νοιάζει».
Στην αρχή «σε νοιάζει».
Και δεν σε νοιάζει που «σε νοιάζει».
Μετά «δεν σε νοιάζει».
Μετά σε νοιάζει που «δεν σε νοιάζει».
Δεν είναι περίεργο αυτό το στάδιο;
Που απορείς.
Χθες με ένοιαζε.
Σήμερα γιατί δε με νοιάζει;
Τα γαμωερεθίσματα είναι ύπουλα.
Δεν είναι καν αντιληπτά.
Οι άνθρωποι αλλάζουν θέσεις.
Και δεν το αντιλαμβάνεσαι.
Το μυαλό σε χειρίζεται.
Και μετά χειρίζεται και το συναίσθημα.
Και μετά, ξυπνάς ένα πρωί και έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα «δε με νοιάζει».
Και σε ενοχλεί.
Γιατί θα έπρεπε να σε νοιάζει.
Κουβεντούλες στον καθρέφτη.

Πιάσε την ανάγκη από τα μαλλιά.
Και κοίτα την.
Ψαξ΄την.
Σεβάσου την.
Από κάπου γεννήθηκε.
Από κάπου γέμισε.
Κάπου θέλει να αδειάσει.
Ενδιάμεσα μπορεί και να κοιμήθηκε.
Μα αν δεν αδειάσει δεν πεθαίνει.

Κι έρχεται πριν μερικές μέρες ένα «σ’αγαπώ» δέκα χρόνια μετά.
Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά.
Όχι «σ’αγαπούσα».
Ούτε «σ’αγάπησα».
«Σ’αγαπώ».
Ενεστώτας.
Και ξέρεις ότι λέει αλήθεια.
Γιατί δεν έχει κανέναν λόγο να πει ψέματα.
Γιατί δεν έχει καμία σημασία.
Γιατί τώρα πια δεν τρομοκρατεί κανέναν.
Δεν είναι αστείο;
Είμαστε δύο άλλοι, αλλά με την ίδια διαχρονική λεξούλα.
Που δεν σε νοιάζει να το ψάξεις.
Δεν σε αφορά να βρεις ρίζες και πηγές.
Δεν σε αφορά να το ορίσεις, να το συντάξεις.
Σαν μια ανάγκη αμοιβαίως κοιμισμένη.
Πήρε το δρόμο της.
Δύο άνθρωποι -κάποτε- στα όρια.
Δέκα χρόνιά μετά δεν έχουν σημασία τα όρια.
Ποιος αφαιρεί τα όρια;
Ο χρόνος ή οι άνθρωποι;

Κάπου-κάπου επιστρέφουν οι αναφορές σου.
Κάποια πράγματα που στο παρελθόν περνούσαν από το μυαλό σου και σε τρόμαζαν, έρχονται κάποια στιγμή στη ζωή σου φυσιολογικά.
Σαν φυσικά επακόλουθα.
Σαν λεξούλα που το ρηματάκι που περιέχει, το έζησες, το ένιωσες και απλώς δηλώνεται.
Απλώς συμβαίνει.
Δεν χρειάζονται πάντα αιτίες.
Τα «σ’αγαπώ» δεν έρχονται πάντα σε μαγικά περιβάλλοντα.
Δεν είναι φτιαγμένα για ιδανικές συνθήκες.
Έρχονται όταν γουστάρουν.
Ακόμα και χρόνια μετά.
Η δύναμη του Ενεστώτα δεν έχει όρια.


Κι απ’την άλλη, ένα κομμάτι σχεδόν απροσδιόριστο.
Σαν αδυναμία απροσδιόριστα δηλωμένη.
Βολεμένη στο όριό της.
Συνέχεια στα όρια.
Με συνέπεια στα όρια.
Με συμπέρασμα.
Με ταμπέλα.
Με όλα αυτά τα «δεν» που χαϊδεύουν το μυαλό.
Με όλα αυτά που κουβαλάει ένα μυαλό.
Σε ένα άλλο σύμπαν το περιθώριο είναι το περιττό όριο.
Που το πατάς και ανοίγεις δρόμο.
Σε ένα άλλο σύμπαν δεν υπάρχουν όρια.
Δεν υπάρχουν περιορισμοί.
Οι προορισμοί οδηγούν στα επιθυμητά ταξίδια.
Σε αυτό το σύμπαν, το όριο σε καθιστά «συμπέρασμα».
Εσένα ή την ιστορία σου.
Οι άνθρωποι γίνονται συμπεράσματα.
Γίνονται στάση, αντί για συνταξιδιώτες.
Με όρια.
Με απόρροια.
Με απορία.
Με την ετυμολογική σημασία: απουσία περάσματος.

Σε αυτό το σύμπαν, οι πρώτοι έρωτες λένε «σ’αγαπώ» δέκα χρόνια μετά.
Το "ποτέ δεν θα το μάθεις" από το "πόσο πολύ σ’αγάπησα", σε βγάζει ψεύτη.

...Σε αυτό το σύμπαν υπάρχουν ιστορίες αδύναμ(ι)ες που δεν εκμεταλλεύτηκαν τις λέξεις.
Τις ευκαιρίες.
Μια αλήθεια με όρια.
Μισή αλήθεια.
Στα όρια της αλήθειας.
«Να ‘ναι μια φορά κανονικό…»
Αλλά ξέρεις κάτι;
Τα κανονικά είναι για τους κανονικούς.

Μπλέκονται οι ιστορίες.
Μπλέκονται τα όρια.

Πάντα η μεγάλη σου ιστορία θα επανέρχεται με κάτι που θα σου χρωστά.
Μια μέρα εμείς οι δύο θα ξεμείνουμε, να ξέρεις.
Από χρωστούμενα.
Από όρια μάλλον ξεμείναμε.
Γι’αυτό πιάσαμε τις αλήθειες.
Η έμπνευση έχει το όνομά σου αυθόρμητα.
Γυρίζω στα 17 και με καθησυχάζω.
"Μια μέρα εμείς οι δύο θα ξεμείνουμε και από ανείπωτα.", θέλω να μου πω.
Θέλω να γυρίσω στα 17, να μου το πω, να μου το επιβεβαιώσω και να μου επιτρέψω να βάλω τα γέλια.
Τώρα δεν έχει την ίδια πλάκα.

…Μια μέρα θα καταλάβεις ότι «δεν παρεμβάλλεται η ζωή».
Παρεμβάλλεται το όριο.
Το όριό σου γαμώτο.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι το όριο.
Είναι η επίδρασή του.
Στην αρχή παίζει με τη θέληση.
Μετά τη σκοτώνει.
Ο άνθρωπος με όρια σου δημιουργεί όρια.
"Φταίμε κι οι δυό".
Αλλά ξέρεις κάτι;
Μια μέρα θα παραδεχτώ ότι τα όριά σου με έβγαλαν από τα δικά μου όρια.
Με απεγκλώβισαν.
Πρέπει να βγεις από τα δικά σου για να συνειδητοποιήσεις ότι σε εγκλωβίζουν του άλλου.
Κι εγώ ώρες-ώρες έχω κάτι όρια από εδώ μέχρι τον ουρανό.
Συνέχεια στα όρια.
Αλλά ξέρεις κάτι;
"Στα μάτια σου θα βρίσκω έναν κόσμο..."
Δεν έχει σημασία από τι.
Ακόμα κι αν είναι από όρια.

Μια μέρα, όταν θα έχουν ξεχαστεί τα όρια, όταν δεν θα τα έχει πια κανείς ανάγκη, θύμισέ μου να σου πω ότι τα όρια υπάρχουν για να τα σπάμε…
Κι όχι για να τα ξεχνάμε και να τα θυμόμαστε.
Δυνατά κι αδύναμα όρια.

Υ.Γ   Το «συνέχεια στα όρια» ήρθε μαγικά. Όλα τα τραγούδια ήρθαν τη στιγμή που έπρεπε. "Οι Μέρες του Φωτός". Να το αγοράσεις. Θα με θυμηθείς.




Συνέχεια στα όρια

Συνέχεια στα όρια κουράζομαι κι εγώ
να σε ταξιδεύω και να ναυαγώ
κούμπωσέ με αν θες
τα 'παμε και χθες
δεν ενώνονται εύκολα οι ζωές
μπορείς να φύγεις πρώτα εσύ
μετά σ'ακολουθώ
κάποιος μένει πάντα στο βυθό
σήμερα εσύ, αύριο εγώ
τώρα όμως πρέπει να ντυθώ

Κούμπωσέ με τώρα
θα καλέσω ένα ταξί
κάποιος κάνει πάντα την αρχή
κάτσε μια στιγμή
δωσ'μου ένα φιλί
κάτι να 'χω για τη διαδρομή

Συνέχεια στα όρια λες κι είναι για κακό
να 'ναι μια φορά κανονικό
πού 'ναι τα κλειδιά
δε σου λέω γεια
όταν φεύγεις το 'χω γρουσουζιά

Κούμπωσέ με τώρα
θα καλέσω ένα ταξί
κάποιος κάνει πάντα την αρχή
σήμερα εσύ, αύριο εγώ
κάτι όμως πρέπει να σου πω

συνέχεια στα όρια
δεν έχω τι να πω
πάρε με το βράδυ
ρώτα με αν σ' αγαπώ
άλλο ένα φιλί
ήρθε το ταξί
κι όλο δυσκολεύει πιο πολύ...

Νατάσσα Μποφίλιου
στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης