Η γενική αντίληψη είναι αποτέλεσμα μαθηματικών πράξεων.
Κόσμους που ζουν πέρα από εσένα.
Κόσμους ιπτάμενους, χωρίς κλωστούλα να τους δένει με τον πραγματικό.
Όσες ιδέες κι αν σου έδωσαν αυτοί οι κόσμοι, κανένας δεν σου έδωσε πνοή, έτσι δεν είναι;
Όσα παιχνίδια και να έπαιξες κανένα δεν σε εξέλιξε στ’αλήθεια, έτσι δεν είναι;
Όση «ζωή» και να σου έδωσαν, κανένα δεν σου έδωσε ζωή, χωρίς εισαγωγικά, έτσι δεν είναι;
Καλή η απογείωση, αλλά στηρίζω γείωση.
Προτιμώ τα βήματα παρά το πέταγμα.
Είναι πιο στέρεα.
Είσαι πιο στέρεος.
Είσαι πιο ακέραιος.
Με ενοχλεί ο κάθετος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο αδιάφορος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο χρόνος που σε πετάει σε μια γωνιά κουρασμένο.
Βγαίνεις από το τούνελ.
Κοιτάς τριγύρω σου: «Βγήκα αλώβητός», σκέφτεσαι.
«Βγήκα», ξανασκέφτεσαι.
Πολύς χαμένος χρόνος.
Δεν υπάρχει χειρότερος χαρακτηρισμός για την έννοια του χρόνου από τη μετοχή «χαμένος».
Με αυτό τερματίζεις.
Με αυτό η προσδοκία σου γίνεται μπαλόνι και πετάει.
Κι εσύ ξαπλώνεις στο πάτωμα ανακουφισμένος.
Ταξιδάκια μωρέ.
Με σκοπό ή χωρίς.
Τι σημασία έχει τελικά;
Ξαπλώνεις και αγναντεύεις ουρανούς.
Ξαπλώνεις και επαναδημιουργείσαι για άλλους ουρανούς.
Είμαστε μέρος μιας αντικαστάστασης.
Αντικαθιστούμε και μας αντικαθιστούν.
Με συνέπεια.
Ευτυχώς.
Μετρήματα αυθόρμητα.
Για το τέλος.
Στην αρχή ψαξ’το λίγο.
Αν δεν το ψάξεις τουλάχιστον κράτα αυτόν τον γαμημένο σεβασμό.
Αν μπορείς ανάλυσέ το.
Όχι τον σεβασμό.
Την ανάγκη του μυαλού.
Ημιτελείς είμαστε.
Τα απέναντι μάτια μπορούν να μας κοιτάξουν ως το «τέλειο».
Μετά ως το «ατελές».
Αλλά ημιτελείς είμαστε.
Επιδεχόμαστε διόρθωσης διανοητικά.
Ο άλλος μας κατασκευάζει στη συνείδησή του.
Χτιζόμαστε.
Μετά γκρεμιζόμαστε.
Σαν να φοράς ένα ζευγάρι γυαλιά και μετά να τα βγάζεις.
Σπουδαίο παιχνίδι.
Αρρωστημένο.
Παλέυεις να δικαιολογήσεις και να διασώσεις.
Μια μέρα θα μπει στα λεξικά το ρήμα «εξαλλοθίζω».
«Δημιουργώ άλλοθι στις καταστάσεις».
Πόσες φορές το έχεις κάνει;
Είναι που «ο κόσμος είναι μια χούφτα από εκατομμύρια μόρια
Κι η κατανόηση δείχνει ν' αργοπεθαίνει».
Είμαστε παρατονισμένες συλλαβές.
Ανορθόγραφες λέξεις.
Λέξεις διφορούμενες.
Όλα έχουν διττή σημασία.
Εμείς διαλέγουμε μία και την κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Τη φοράμε και τη δείχνουμε.
Τη στολίζουμε και την προσωποποιούμε.
Της δίνουμε χρώμα, σχήμα και αέρα.
Μέχρι τη μέρα που θα ξυπνήσουμε και δεν θα μας κάνει.
Ή δεν θα μας αρκεί.
Και ξέρεις, εκεί δεν έχει πισωγύρισμα και διόρθωση.
Εκεί έχει πέταμα.
Παίζουμε με σημεία στίξης ώρες-ώρες.
Είναι που η στίξη σχετίζεται με τη στιγμή.
Είναι που η στιγμή σχετίζεται με το στίγμα.
Είναι που το στίγμα σε παραμύθιασαν ότι είναι ανεξίτηλο.
Είναι που εσύ καθορίζεις καμιά φορά τι μένει και τι όχι.
Είναι κι αυτή η αιώνια εφηβική μανία του «για πάντα».
Είναι κι αυτή η αιώνια ενήλικη μανία του «ποτέ».
Είναι που φυλαγόμαστε, όχι γιατί έχουμε τίποτα πολύτιμο.
Είναι που φυλαγόμαστε από φόβο μωρέ.
Επειδή αλώβητοι δεν είμαστε.
Μαλάκες είμαστε.
Την έμπνευση ζητάμε.
Μόνο η έμπνευση δεν φοβάται.
Μόνο αυτή έρχεται με μανία και προσπερνά φόβους, χρόνους και περιορισμούς.
Ενδεδυμένη κατάλληλα,
Προσαρτημένη με τα ακατάλληλα που είναι απαραίτητα.
Κάθε έμπνευση περιλαμβάνει κάτι ακατάλληλο.
Κάθε τι ακατάλληλο περιλαμβάνει λίγη έμπνευση.
Κάθε άνθρωπος ξέρει το κομμάτι της ζωής σου που θέλεις να του δείξεις.
Ίσως και ένα μικρό κομμάτι που διαισθάνεται.
Ως εκεί.
Τα υπόλοιπα λεξούλες που συνειδητά σου παρουσιάζει.
Όχι η ζωή του.
Οι λεξούλες του.
Μετα παίζεις με ποσοστά συσχέτισης.
Με την αντιληπτική ικανότητα, όχι που έχει, αλλά αυτή που θέλει ή έχει ανάγκη να έχει.
Το παιχνίδι λέει να βάλεις τον άλλον στον κόσμο που θέλεις, όχι στον κόσμο που είσαι.
Οι κόσμοι μας.
Ο κόσμος μου και ο κόσμος σου.
Και ο από κοινού…
Ο κόσμος μας.
Ο έρωτας δεν είναι η ψευδαίσθηση του πάντα.
Είναι η ψευδαίσθηση του «δεν μπορώ χωρίς».
Μέχρι που τα «δεν» γίνονται διπλή ψευδαίσθηση.
Και το «χωρίς» αδυνατίζει.
«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Πόσες φορές έχεις ακούσει ή πει αυτή τη φράση;
«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Υπάρχουν και οι σχέσεις του «ένα τσιγάρο ακόμα».
Σπανίως το έχεις ανάγκη αυτό το επιπλέον τσιγάρο, έτσι δεν είναι;
Αυτήν την επιπλέον, δίχως νόημα παράταση.
Τις σχέσεις «ένα τσιγάρο ακόμα» μια φωτιά τις σώζει.
Όχι αυτή που ανάβει το τσιγάρο.
Αυτή που το καίει μια και καλή.
μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ
Έρχεσαι πάντα το βράδυ
μελαγχολικά
σαν το στερνό το τρένο του χειμώνα,
η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου και σε καρτερεί.
Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ.
Έρχεσαι και δε σωπαίνεις,
μέσ' από τη στάχτη
μια φωτιά γυρεύεις κι όλο φεύγεις
τριγυρνάς μέσα στη νύχτα
φάντασμα ωχρό της προσμονής μου
μαυροπούλι ερημικό.
Κι όπως έρχεσαι έτσι φεύγεις
έτσι απρόσμενα αγαπάς
μισείς ξεχνάς πλάνες μαζεύεις
μα η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου πάντα καρτερεί.
Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι κι εσύ...
Μια πρόσθεση αντιλήψεων.
Ένα σύνολο που έρχεται αντιμέτωπο με την προσδοκία.
Η προσδοκία είναι το μέτρο που τίθεται κάθε φορά.
Η προσδοκία είναι το όριο.
Κλείνεις τα μάτια σου και φτιάχνεις κόσμους.Ένα σύνολο που έρχεται αντιμέτωπο με την προσδοκία.
Η προσδοκία είναι το μέτρο που τίθεται κάθε φορά.
Η προσδοκία είναι το όριο.
Κόσμους που ζουν πέρα από εσένα.
Κόσμους ιπτάμενους, χωρίς κλωστούλα να τους δένει με τον πραγματικό.
Όσες ιδέες κι αν σου έδωσαν αυτοί οι κόσμοι, κανένας δεν σου έδωσε πνοή, έτσι δεν είναι;
Όσα παιχνίδια και να έπαιξες κανένα δεν σε εξέλιξε στ’αλήθεια, έτσι δεν είναι;
Όση «ζωή» και να σου έδωσαν, κανένα δεν σου έδωσε ζωή, χωρίς εισαγωγικά, έτσι δεν είναι;
Καλή η απογείωση, αλλά στηρίζω γείωση.
Προτιμώ τα βήματα παρά το πέταγμα.
Είναι πιο στέρεα.
Είσαι πιο στέρεος.
Είσαι πιο ακέραιος.
Με ενοχλεί ο κάθετος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο αδιάφορος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο χρόνος που σε πετάει σε μια γωνιά κουρασμένο.
Βγαίνεις από το τούνελ.
Κοιτάς τριγύρω σου: «Βγήκα αλώβητός», σκέφτεσαι.
«Βγήκα», ξανασκέφτεσαι.
Πολύς χαμένος χρόνος.
Δεν υπάρχει χειρότερος χαρακτηρισμός για την έννοια του χρόνου από τη μετοχή «χαμένος».
Με αυτό τερματίζεις.
Με αυτό η προσδοκία σου γίνεται μπαλόνι και πετάει.
Κι εσύ ξαπλώνεις στο πάτωμα ανακουφισμένος.
Ταξιδάκια μωρέ.
Με σκοπό ή χωρίς.
Τι σημασία έχει τελικά;
Ξαπλώνεις και αγναντεύεις ουρανούς.
Ξαπλώνεις και επαναδημιουργείσαι για άλλους ουρανούς.
Είμαστε μέρος μιας αντικαστάστασης.
Αντικαθιστούμε και μας αντικαθιστούν.
Με συνέπεια.
Ευτυχώς.
Μετρήματα αυθόρμητα.
Μαθηματικά απλά.
«Πόσα πήρες;»-«πόσα δεν πήρες;».
«Τι πήρες;».
Πραξούλες.
Αποτέλεσμα.
Που απλώς το κοιτάς.
Που υποσυνείδητα το αξιολογείς.
Που ασυνείδητα το έχεις αξιολογήσει καθ΄όλη τη διάρκεια της πορείας.
Σεβάσου το μυαλό και τις ανάγκες του.«Πόσα πήρες;»-«πόσα δεν πήρες;».
«Τι πήρες;».
Πραξούλες.
Αποτέλεσμα.
Που απλώς το κοιτάς.
Που υποσυνείδητα το αξιολογείς.
Που ασυνείδητα το έχεις αξιολογήσει καθ΄όλη τη διάρκεια της πορείας.
Για το τέλος.
Στην αρχή ψαξ’το λίγο.
Αν δεν το ψάξεις τουλάχιστον κράτα αυτόν τον γαμημένο σεβασμό.
Αν μπορείς ανάλυσέ το.
Όχι τον σεβασμό.
Την ανάγκη του μυαλού.
Ημιτελείς είμαστε.
Τα απέναντι μάτια μπορούν να μας κοιτάξουν ως το «τέλειο».
Μετά ως το «ατελές».
Αλλά ημιτελείς είμαστε.
Επιδεχόμαστε διόρθωσης διανοητικά.
Ο άλλος μας κατασκευάζει στη συνείδησή του.
Χτιζόμαστε.
Μετά γκρεμιζόμαστε.
Σαν να φοράς ένα ζευγάρι γυαλιά και μετά να τα βγάζεις.
Σπουδαίο παιχνίδι.
Αρρωστημένο.
Παλέυεις να δικαιολογήσεις και να διασώσεις.
Μια μέρα θα μπει στα λεξικά το ρήμα «εξαλλοθίζω».
«Δημιουργώ άλλοθι στις καταστάσεις».
Πόσες φορές το έχεις κάνει;
Είναι που «ο κόσμος είναι μια χούφτα από εκατομμύρια μόρια
Κι η κατανόηση δείχνει ν' αργοπεθαίνει».
Είμαστε παρατονισμένες συλλαβές.
Ανορθόγραφες λέξεις.
Λέξεις διφορούμενες.
Όλα έχουν διττή σημασία.
Εμείς διαλέγουμε μία και την κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Τη φοράμε και τη δείχνουμε.
Τη στολίζουμε και την προσωποποιούμε.
Της δίνουμε χρώμα, σχήμα και αέρα.
Μέχρι τη μέρα που θα ξυπνήσουμε και δεν θα μας κάνει.
Ή δεν θα μας αρκεί.
Και ξέρεις, εκεί δεν έχει πισωγύρισμα και διόρθωση.
Εκεί έχει πέταμα.
Παίζουμε με σημεία στίξης ώρες-ώρες.
Είναι που η στίξη σχετίζεται με τη στιγμή.
Είναι που η στιγμή σχετίζεται με το στίγμα.
Είναι που το στίγμα σε παραμύθιασαν ότι είναι ανεξίτηλο.
Είναι που εσύ καθορίζεις καμιά φορά τι μένει και τι όχι.
Είναι κι αυτή η αιώνια εφηβική μανία του «για πάντα».
Είναι κι αυτή η αιώνια ενήλικη μανία του «ποτέ».
Είναι που φυλαγόμαστε, όχι γιατί έχουμε τίποτα πολύτιμο.
Είναι που φυλαγόμαστε από φόβο μωρέ.
Επειδή αλώβητοι δεν είμαστε.
Μαλάκες είμαστε.
Την έμπνευση ζητάμε.
Μόνο η έμπνευση δεν φοβάται.
Μόνο αυτή έρχεται με μανία και προσπερνά φόβους, χρόνους και περιορισμούς.
Ενδεδυμένη κατάλληλα,
Προσαρτημένη με τα ακατάλληλα που είναι απαραίτητα.
Κάθε έμπνευση περιλαμβάνει κάτι ακατάλληλο.
Κάθε τι ακατάλληλο περιλαμβάνει λίγη έμπνευση.
Κάθε άνθρωπος ξέρει το κομμάτι της ζωής σου που θέλεις να του δείξεις.
Ίσως και ένα μικρό κομμάτι που διαισθάνεται.
Ως εκεί.
Τα υπόλοιπα λεξούλες που συνειδητά σου παρουσιάζει.
Όχι η ζωή του.
Οι λεξούλες του.
Μετα παίζεις με ποσοστά συσχέτισης.
Με την αντιληπτική ικανότητα, όχι που έχει, αλλά αυτή που θέλει ή έχει ανάγκη να έχει.
Το παιχνίδι λέει να βάλεις τον άλλον στον κόσμο που θέλεις, όχι στον κόσμο που είσαι.
Οι κόσμοι μας.
Ο κόσμος μου και ο κόσμος σου.
Και ο από κοινού…
Ο κόσμος μας.
Ο έρωτας δεν είναι η ψευδαίσθηση του πάντα.
Είναι η ψευδαίσθηση του «δεν μπορώ χωρίς».
Μέχρι που τα «δεν» γίνονται διπλή ψευδαίσθηση.
Και το «χωρίς» αδυνατίζει.
«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Πόσες φορές έχεις ακούσει ή πει αυτή τη φράση;
«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Υπάρχουν και οι σχέσεις του «ένα τσιγάρο ακόμα».
Σπανίως το έχεις ανάγκη αυτό το επιπλέον τσιγάρο, έτσι δεν είναι;
Αυτήν την επιπλέον, δίχως νόημα παράταση.
Τις σχέσεις «ένα τσιγάρο ακόμα» μια φωτιά τις σώζει.
Όχι αυτή που ανάβει το τσιγάρο.
Αυτή που το καίει μια και καλή.
*"Ο καημός της φυσαρμόνικας" είναι το τραγούδι που θα μπορούσα
να ακούω για πάντα.
Ο καημός της φυσαρμόνικας
Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ
Έρχεσαι πάντα το βράδυ
μελαγχολικά
σαν το στερνό το τρένο του χειμώνα,
η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου και σε καρτερεί.
Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ.
Έρχεσαι και δε σωπαίνεις,
μέσ' από τη στάχτη
μια φωτιά γυρεύεις κι όλο φεύγεις
τριγυρνάς μέσα στη νύχτα
φάντασμα ωχρό της προσμονής μου
μαυροπούλι ερημικό.
Κι όπως έρχεσαι έτσι φεύγεις
έτσι απρόσμενα αγαπάς
μισείς ξεχνάς πλάνες μαζεύεις
μα η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου πάντα καρτερεί.
Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι κι εσύ...
Μαρία Δημητριάδη
Στίχοι/Μουσική: Γιώργος Σταυριανός