Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

"Θα 'ρθει μια μέρα..."



«Αν».
Αναγραμματισμένο.
Της υποτακτικής.

«Να».
Αναγραμματισμένο.
Της υπόθεσης.

Θες να μιλήσουμε για εγκλίσεις;
Η υποτακτική είναι παρεξηγημένη.
Δείχνει να υποτάσσεται, αλλά έχει «Να», «Ας», «Για να».
Να, ας… Για να…
Να μωρέ…
Για να μωρέ…
Η οριστική έχει μια ενοχλητική βεβαιότητα.
Και η προστακτική μου φαίνεται απαιτητική.
Η ευκτική έσβησε στη διαδρομή.

Φυσικά και δεν διαλέγω έγκλιση.
Δεν κλίνω προς τα κάπου.
Κλείνω το μάτι.
Κλίνε μου το πρώτο ρήμα που θα σου έρθει.
Μην κλειδώνεις.
Κλείσε τα μάτια.
Άνοιξε τα μάτια.

Λοιπόν, δεν τις συμπαθώ τις λέξεις.
Έχουν περισσότερο ενδιαφέρον οι περίοδοι που οι λεξούλες αρνούνται πεισματικά να βγουν.
Είναι πιο δικές μου.
Δεν θέλουν να πάρουν αέρα.
Χορεύουν και ξεσπάνε μέσα στο κεφάλι μου.
Συλλαβή-συλλαβή.
Τσακώνονται.
Τα ξαναβρίσκουν.
Πάνε βόλτα.
Φοράνε γυαλιά ηλίου.
Τα βγάζουν.
Φωτίζονται.
Στραβώνονται.
Χάνονται σε δειλινά.
Μετά νύχτα.
Βάζουν κρασί.
Ανάβουν τσιγάρο.
Ακούνε μουσική.
Ψάχνουν άλλες συλλαβές.
Να γίνουν άλλες λέξεις.
Μετά χαζεύουν.
Κοιμούνται.
Ξυπνούν.
Ζουν και αναπνέουν.
Σε λιγοστό χώρο.
Σε άχρονο χρόνο.
Δε μοιράζονται.
Ζουν αυτόνομα.
Ζουζουνίζουν την άνοιξη.
Κρυώνουν το χειμώνα.
Κάνουν ηλιοθεραπεία το καλοκαίρι.
Θεραπεύουν αναμνήσεις το φθινόπωρο.
Κάνουν κύκλους.
Κλείνουν κύκλους.
Ανοίγουν κύκλους.
Κάνουν βήματα.
Σχοινοβατούν.
Βουτάνε σε γκρεμούς.
Κρατάνε ομπρέλα όταν βρέχει.
Πετούν την ομπρέλα όταν βρέχει.
Πετούν.
Περπατούν.
Παραπατούν.

Συμπαθώ την απλή λογική.
Χωρίς δρόμους περίπλοκους, φανάρια και διαβάσεις με χρονοπρογραμματισμό.
Πάντα όμως με κεντρίζει η πολύπλοκη.
Αυτή που για να περάσεις τον δρόμο ψιλοκινδυνεύεις, ακούς κορναρίσματα, γλιτώνεις παρά τρίχα.
Γλιτώνεις;

Αποστασιοποίηση.
Εξ αποστάσεως βίωμα.
Παρατήρηση.
Το θέμα είναι την ώρα που παρατηρείς να κοιτάξεις δίπλα.
Όχι πίσω.
Ούτε μπροστά.
Δίπλα.

Θα ήθελα να αρχίσω να σου μιλάω για έναν «βάλτο».
Για να καταλάβεις ότι τον προτιμώ αναγραμματισμένο.
Στην αιτιατική.
Έναν αναγραμματισμένο βάλτο.
Και δε μου καίγεται καρφί αν βαλτώσει.


Θα 'ρθει μια μέρα

Θα 'ρθεί μια μέρα που θ' αφήσω αυτό το φόβο πίσω μου
Θα γίνει δέντρο και θα παίζουν από κάτω τα παιδιά
Θα είναι χαρτί που στροβιλίζει ο αέρας μακριά

Και θα ξυπνήσω απ' το βαθύ,απ' το μεγάλο λήθαργο
που με κρατάει μακρυά σου παγωμένο και βουβό
Θα είναι μια μέρα γιορτινή όταν θα έρθω να σε βρω

Κάτω απ' του χρόνου τις σκουριές βρήκαν τα μονοπάτια σου
μα το χρυσάφι τα παιδιά το `χουνε κρύψει από καιρό
σε μια θαλασσινή σπηλιά σ' ένα απότομο γκρεμό

Θα `ρθεί μια μέρα που θ' αφήσω αυτό το φόβο πίσω μου
Θα γίνει δέντρο και θα παίζουν από κάτω τα παιδιά
Θα είναι ο καπνός από ένα τρένο που σφυρίζει μακριά


Παύλος Παυλίδης & B-Movies


 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

"Ο επισκέπτης της βροχής..."



Κάτι κάνουμε λάθος.
Ή κάτι δεν κάνουμε σωστά.
Ή όλα κυλούν ρολόι.
Κι έρχεται η μέρα που κλείνεσαι στο καβούκι σου.
Και αρχίζει το μέτρημα.
Και η αξιολόγηση.

Ξεσκονίζεις τα άλλοθι.
Ξεσκονίζεις τη μνήμη.
Ξεσκονίζεις λέξεις όπως: αθωότητα, κίνητρο, εξέλιξη.
Λέξεις όπως: επιλέγω, απορρίπτω.
Σαν έφηβος που ενηλικιώνεται πάλι.
Σαν παιδί που η μαμά του φωνάζει να βάλει το δωμάτιο σε τάξη.
Τα πάω καλά με τη μνήμη, τις μνήμες και την αμνησία.
Δεν τα πάω καλά με τη νοσταλγία.
Δεν τα πάω καλά με το παρελθόν.
Τα πάω καλά με το «μετά».
Αλλά έρχεται μια στιγμούλα και όλα επανέρχονται.
Έτσι.
Μια αφορμή, δύο αφορμές, τρεις και την πατήσαμε.
Κάτι ζορίζει.
Κάτι πάει να εισβάλει.
Κάτι πάει να αποχωρήσει.
Κάτι υποχωρεί.
Κάτι χωράει.
Κάτι περισσεύει.
Κάτι λύνεται.
Κάτι κόβεται.
Και δε μ’αρέσει να τακτοποιώ.
Και δε μ’αρέσει η αταξία.
Κάτι τάσσεται.
Κάτι υποτάσσεται.
Κάτι αντιτάσσεται.
"Κάτι" γίνεται "τίποτα".
Το "τίποτα" γίνεται "κάτι".
Γίνομαι μικρή.
Ξαναμαθαίνω.
Ξαναφεύγω.
Εαυτός γνώριμος.
Συνήθεις τάσεις φυγής.
Συνήθεις επιστροφές.
Κάτι λύνεται.
Κάτι δένεται.
Κάτι αιωρείται.
Ξοδέματα.
Σπατάλες.
Προτεραιότητες.
Θέλω.
Πιστεύω.
Μπορώ.
Το κουράσαμε.
Με κούρασες.
Να ξεκουραστείς.
Παιδί του νερού κι ακροβατώ.
Παιδί του αέρα και με πνίγεις.
Παιδί της φωτιάς και σε καίω.

Ξοδέματα.
Ψυχαναγκασμοί.
Σπατάλες.
Οι άνθρωποι που ξοδεύουν λέξεις μου τρώνε χρόνο.
Οι άνθρωποι που τρώνε τον χρόνο του μυαλού μου, κάνουν τις λέξεις μου να σιγούν.
Δεν μπορώ να τις βάλω σε μέτρο.
Πρέπει πάλι να μάθω να μετρώ.
Συλλαβές.
Χρόνο.
Ανθρώπους.
Λέξεις.
Εμένα.
Πρέπει να σε βάλω σε μέτρο.
Κι όταν χωρέσεις δεν θα είσαι εσύ.
Θα είναι κάτι απομεινάρια στιγμών.
Κάτι «τότε» μπερδεμένα με «αν», μπλεγμένα με «θέλω» και κατασκευασμένες αναμνήσεις.
Θα σε μετρήσω.
Θα με μετρήσω.
Δεν μας μετράω.
Ο καθένας ξεχωριστά.
Να μετρηθούμε.
 
Σαν τότε που μετρούσα.
Εγκλωβισμένη.
Παλιά.
Λήθη.
Ξεχνάω.
Ξέχασα.
Έχασα;
Κέρδισα.
Μαλακίες.
Ο αγώνας τελείωσε πριν το πάρω χαμπάρι.
Δεν ξέρω ποιος κέρδισε.
Δε με νοιάζει.
Δεν θυμάμαι.
Μου θυμίζεις εμένα.
Γι’αυτό σε θυμάμαι όποτε σε θυμάμαι.
Το καταλαβαίνω πάντα εκ των υστέρων.
Εμένα θυμάμαι.
Μονολεκτικά.
Γιατί τις σπαταλάτε τις λέξεις γαμώτο;
Οι λέξεις ζουν παντού.
Οι λέξεις δε ζουν πουθενά.
Συνοδεύουν.
Στιγμές.
Μνήμες.
Τραγούδια.
Αθωότητες.
Ακεραιότητες.
Κατακερματισμούς.

Κάποτε διαλέγαμε ανθρώπους.
Τώρα διαλέγουμε συνθήκες.
Και κολυμπάμε ήρεμα.
Βολικά.
Με ασφάλεια.
Βολεύτηκα.
Βολεύεσαι;
Βολές.
Βάλε τόλμη.
Να βγάλω δειλία.
Να βρεθούμε αύριο.
Λιγότερο αθώοι.
Λιγότερο μικροί.
Λιγότερο ασφαλείς.
Λιγότερο βολεμένοι.
Να ξαναδιαλέξουμε ανθρώπους.
Κι όχι συνθήκες.

Να μας γεμίζουν οι στιγμές.
Να μη μας αδειάζει ο χρόνος.
Να πατάμε γερά.
Να περπατάμε γεροί.
Να περπατάμε μαζί.
Να παραπατάμε μαζί.
Να πέφτουμε μαζί.
Να μας έχουμε διαλέξει.
Ο καθένας τον εαυτό του.
Ο ένας τον άλλον.
Να μην έχουμε δικαιολογίες.
Να μη λέμε «αλλά».
Να λέμε «έτσι ρε».
Να διαλέγουμε.
Ανθρώπους, όχι συνθήκες.
Να είμαστε.
Άνθρωποι.
Άνθρωποι όχι ανάμεσα σε συνθήκες.
Συνθήκη ανάμεσα στους ανθρώπους.





(Η μελωδία-τίτλος "Ο επισκέπτης της βροχής", ανήκει στο συνθέτη Γιώργο Βαρσαμάκη)

 

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

"...Falling Slowly..."



Οι λέξεις έχουν χρώματα.
Δίνεις στις λέξεις χρώματα.
Οι άνθρωποι είναι χρώματα.
Οι άνθρωποι διαχειρίζονται χρώματα.
Οι άνθρωποι σου αλλάζουν χρώματα.
Μη μου δίνεις λέξεις, δίνε μου χρώματα.
Να μάθω να διαχειρίζομαι παλέτες.
Όχι λέξεις.
Δυσκολεύομαι με τις λέξεις.
Έχω δεύτερες σκέψεις.
Και δεύτερες λέξεις.
Ποτέ η πρώτη σκέψη μπροστά.
Ποτέ η πρώτη λέξη μπροστά.
Δεύτερη, τρίτη, τέταρτη.
Άγραφα υστερόγραφα.
Ετυμολογίες.
Λεκτικές παγίδες.

Με ενοχλεί.
Δε με ενοχλεί.
Το γκρίζο με ενοχλεί.
Οι λέξεις έχουν χρώματα.
Όλες.
Για πες μου, εσύ τι χρώμα δίνεις στη λέξη γέλιο;
Στη λύπη;
Στο λείπει;
Στο ανεβαίνω;
Πέφτω;
Σηκώνομαι;
Στην αγκαλιά;
Στην ανάγκη;
Στο φιλί;
Στο μπορώ;
Στο αντέχω;
Στο κουράστηκα;
Στο παρελθόν;
Στο παρόν;
Στο μέλλον;
Χρώματα οι λέξεις.
Το μόνο λευκό η λέξη αγάπη.
Δεν της πάει άλλο χρώμα.
Οι άλλες λέξεις έχουν χρώματα.
Κίτρινο.
Πράσινο.
Μωβ.
Κόκκινο.
Φούξια.
Μπλε.
Γαλάζιο.
Το γκρι δε συμπαθώ.
Το βλέμμα σου.
Που γκρι δεν είναι.
Αλλά γκρι με κάνει.
Γκρίζες λέξεις.
Πες μου μια γκρίζα λέξη.
Το απωθημένο, ε;
Γκρίζο.

Με ενοχλούν τα μάτια σου.
Θα σου τα κρύψω.
Θα με κρύψω.
Χάνω τις αποφάσεις μου.
Χάνω τις αντιστάσεις μου.
Χάνω.
Έχασα.
Χέστηκα από τι.
Δεν με νοιάζουν οι αιτίες ρε.
Με νοιάζει που δεν περιμένω τίποτα.
Και με τα τίποτα δεν παίζεις.
Ούτε σε παίζουν.
Ούτε παίζω.
Έπαιξα.
Δεν ξέρω γιατί.

Καμία ηλίθια επανάληψη δεν οδήγησε σε καλύτερο αποτέλεσμα.
Καμία ασάφεια δεν άνοιξε δρόμο.
Κανένα πείσμα δεν μας έσωσε.
Άγνοια.
Γιατί παραπέρα δεν έχει.
Έχει ένα βήμα, άλλο βήμα, άλλο «εσύ», άλλο «εγώ».
Κι όσα ποτέ δεν είπαμε.
Λες και θα μας σώσει η σιωπή.
Λες και θα μας λύσει η σιωπή.
Λες και θα χάσουμε κάτι κερδισμένο.
Λες και ξέρεις.
Λες και ξέρω.
Λες και θα μάθουμε.
Λες και είμαστε εδώ.
Γαμημένο σύμπαν.
Συνωμοτείς για το τίποτα.

Ένα αδιέξοδο.
Μια εκκρεμότητα, παρέα με το ελλιπές.
Και το καινούργιο.
Φτιάξε τώρα δρόμο και πες μου να ακολουθήσω.
Πες μου να σε ακολουθήσω.
Να δώσω μία στην εκκρεμότητα, στο ελλιπές και στο καινούργιο να τελειώνουμε.
Να μη γυρίσω να τα κοιτάξω.
Να μην μπλέξω τις ιστορίες.
Να μη με κάνουν δική τους τα σενάρια των άλλων.
Να μη βολευτώ.
Με φοβάμαι όταν βολεύομαι.
Πάμε να φύγουμε γαμώτο.
Όχι μαζί.
Ξεχωριστά.
Για να βρεθούμε πάλι.
Για το τίποτα του σύμπαντος.
Για ένα τίποτα, να φοβηθείς.
Φτάσαμε.
Στα ανείπωτα.
Στο τίποτα.

Και για πες…
Τι χρώμα είμαι στη συνείδησή σου;

Falling Slowly

I don't know you
But I want you
All the more for that
Words fall through me
And always fool me
And I can't react
And games that never amount
To more than they're meant
Will play themselves out

Take this sinking boat and point it home
We've still got time
Raise your hopeful voice you have a choice
You'll make it now

Falling slowly, eyes that know me
And I can't go back
Moods that take me and erase me
And I'm painted black
You have suffered enough
And warred with yourself It's time that you won

Take this sinking boat and point it home
We've still got time
Raise your hopeful voice you have a choice

You've made it now
Falling slowly sing your melody
I'll sing it loud

Glen Hasard - Marketa Irglova

“Once” O.S.T 

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

"Το γράμμα..."



Μια μέρα θα είμαστε λίγο καλύτεροι από την «καλή» μας εκδοχή.
Και λίγο χειρότεροι από τη «μέτρια» εκδοχή.
Ταυτόχρονα.
Ένα πακέτο εκδοχών ταυτόχρονα.
Αυτές που πιστεύεις, αυτές που θα ήθελες, αυτές που μπορείς, αυτές που δεν μπορείς.
Δεν έχει σημασία ποιον δρόμο θα διαλέξεις.
Σημασία έχεις πώς θα τον διανύσεις.
Σημασία έχει ότι στον δρόμο για το νόημα έχασα τον δρόμο.
Ενίοτε και το νόημα.
Σημασία έχει να υπάρχει σημασία.
Όχι χεράκι που σε παίρνει από το χέρι.
Χεράκι που το παίρνεις από το χέρι.
Όχι δρόμος που ακολουθείς.
Δρόμος που σε ακολουθεί.

Δεν είμαστε αρκετά γενναίοι.
Μια μέρα δεν θα υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος.
Μια μέρα θα ανακαλύψουμε νέες υποθέσεις, νέες αιτίες.
Νέα τραγούδια.
Νέες αλήθειες.
Ή παλιές.
Αλήθειες.
Κανονικές.
Που δεν θα χωράνε τίποτα παλιό.
Πάλιωσες.

Να απενοχοποιήσουμε τη σιωπή.
Δεν έχουμε πάντα λέξεις.
Δεν έχουμε πάντα προσδοκίες.
Προσοχή στο κενό.
Σκέτο.
Χωρίς ενδιάμεσα.
Όταν μάθουμε να διαχειριζόμαστε κενά, παύουμε να διαχειριζόμαστε λέξεις.
Αρχίζουμε να διαχειριζόμαστε σιωπές.

Καμία παρόρμηση.
Ποτέ.

Θα γίνω ρήμα.
Να γίνεις επίρρημα.
Να γίνω επιρρεπής.
Να γίνεις επήρεια.
Να γλιτώσουμε από το τίποτα.

Θα παίζω με τους χρόνους μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι σου ταιριάζει ο Αόριστος.
Αόριστος.
Θα μπορούσες και «Οριστικός», αλλά δεν σου πάει.
Εγώ παράκειμαι, στέκομαι κοντά.
Παρακείμενη.
Παρακείμενος, μπορεί και Παρατατικός.
Θα φοβάμαι τον Μέλλοντα.
Θα αγαπάω τον Μέλλοντα.
Ο Εξακολουθητικός Μέλλοντας είναι δεσμευτικός, με τρομάζει.
Ο Στιγμιαίος έχει μια σιγουριά, δεν έχει διάρκεια.
Ο Συντελεσμένος έχει στο όνομά του έναν σκοπό.
Κάνει έναν πλήρη κύκλο.
Μόνο που μου μένει στα χέρια ένας Υπερσυντέλικος και δεν ξέρω πώς να τον διαχειριστώ.
Τον Ενεστώτα τον αφήνω για χθες.
Ή για αύριο.

Γελάμε.
Γελάσαμε.
Γελοίοι.
Αγέλαστοι.
Γελασμένοι.

Θα σε ρωτάω το ίδιο πράγμα.
Θα σε ρωτάω χρησιμοποιώντας το ίδιο ρήμα σε όλους τους χρόνους.
Θα μου απαντάς με το ίδιο επίρρημα.
Θα σου λέω «πάντα» χωρίς να το πιστεύω ποτέ.
Ποτέ, «πάντα».
Πάντα «ίσως».
Πάντα «μπορεί».
Ποτέ «ναι».
Ποτέ «όχι».
Ίσως «κάποτε».
Ίσως «ποτέ».
Ποτέ, όμως, «πάντα».
Τίποτα «πάντα».
Πάντα «λίγο».
Πάντα «τόσο-όσο».
Τόσο μπορείς, τόσο αντέχω.
Όσο μπορείς, θέλω να αντέχω.
Όσο αντέχεις, θέλω να μπορώ.
Δεν μπορείς, δεν αντέχω.
Δεν μπόρεσα.

Υ.Γ Με «Το γράμμα» χάνω τις αντιστάσεις μου.

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Δε θέλω πια να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια
Σα να 'ταν όλα ψέμματα στάχτες κι αποκαϊδια
Θέλω ανοιχτά παράθυρα να με φυσάει αέρας
Να΄χω το νου μου αδειανό
Να΄χω και πρίμο τον καιρό

Δε θέλω πια να μου μιλάς για όσα έχεις ζήσει
Δε χάθηκε κι ο κόσμος πια το τζάμι αν ραγίσει
Θέλω να'ρθεις και να με βρεις να κάτσεις να τα πούμε
Πως νιώθουμε παράφορα
Πως ζούμε ετσι αδιάφορα

Δε θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια
Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια

Θέλω να φύγεις να σωθείς να πάψεις να γκρινιάζεις
Να ξεχαστείς στη διαδρομή ποιός ήσουν και πώς μοιάζεις
Έτσι θα σ'αγαπώ πολύ και θα σε βλέπω λίγο
Σα μια γυναίκα μακρινή
Που αγάπησα πριν φύγω

Σωκράτης Μάλαμας

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

"3rd Day..."



1.
2.
3.
Μετράω.
Λογαριάζω.
Ταξινομώ.
Τοποθετώ.
Διαχειρίζομαι.

Ένας.
Δύο.
Τρεις.

Χωρίζω.
Κρατάω.
Φυλάω.
Διώχνω.
Απομακρύνω.




Ο ένας.
Που πάντα επανέρχεται τις πιο κομβικές στιγμές.
Του δίνω ένα χαμόγελο.
Μου δίνει ένα χαμόγελο.
Μπορεί και να έχουμε χρωστούμενα.
Δεν μας νοιάζει.
Έρχεται πάντα όταν πρέπει.
Μου θυμίζει τι είναι στη ζωή μου.
Μου θυμίζει τον δρόμο μου.
Τον αγκαλιάζω.
Είναι το «Άλφα».
Είναι το «τραγούδι της ερήμου» της Αρλέτας.
Το «Δεν έχω άλλη υπομονή» του Παπακωνσταντίνου.
Το «Εγώ μεγάλωνα για ‘σένα» της Μποφίλιου.
Ποτέ κανείς δεν τον πειράζει.
Ποτέ κανείς δεν τον ενοχλεί.
Είμαστε δέκα χρόνια πριν.
Είμαστε δέκα χρόνια μετά.
Είμαστε τώρα.
Γρήγορα περάσματα.
Αναμνήσεις.
Μια φωτογραφία.
Πολλές φωτογραφίες.
Μάθημα.
Μου μαθαίνει να κλίνω ρήματα, ουσιαστικά.
Ουσιαστικό χαμόγελο.
Για όλα όσα μάθαμε.
Για όλα όσα θυμόμαστε κάθε φορά που περνάμε στα γρήγορα ο ένας απ΄τη ζωή του άλλου.
Δεν κάνει να ακουμπήσουμε.
Με τον πιο γλυκό τρόπο η αναφορά σου επιστρέφει την πιο κομβική στιγμή.
Για λίγο.
Για τόσο-όσο.
Για ένα «ευχαριστώ».
Μια έμπνευση, ένας δρόμος, ο πρώτος δρόμος.
Πάντα ο πρώτος δρόμος.




Το άλλο «Εσύ».
Από τη «Νύχτα της φωτιάς» ως το «Mistake» και το «Τι θέλεις να κάνω».
Δεν χώρεσες πουθενά και σε τίποτα.
Δεν ορίστηκες.
Δεν καθορίστηκες.
Δεν μπόρεσες.
Δεν μπόρεσα.
Δεν σε ταξινόμησα.
Ήσουν πάντα παράλληλα με την πραγματική μου ζωή.
Ζούσες κάπου εδώ, στις λεξούλες.
Σε κάτι νότες.
Σε κάτι άστοχες φράσεις.
Σε κάτι στιχακια.
Δεν είχες αιτία.
Ούτε λόγο.
Λίγη ύπαρξη μόνο.
Αβέβαιη.
Στιγμούλα αβέβαιη.
Μόνο «Σε ξεχώρισα» και «Εσύ μου θύμισες πώς είναι».
Κανένας δρόμος.
Κανένας κόσμος.
Κανένα κουτί να χωρέσεις στο κεφάλι μου.
Μονο κενό.
Το κενό χωράει προσδοκία.
Χωρίς έρεισμα.
Χωρίς ταυτότητα.
Χωρίς «εσύ».
Χωρίς «εγώ».
Χωρίς «εμείς».
Μόνο «χωρίς».
Κανένας δρόμος.
Μουντζουρωμένη σελίδα.
Σκέψη που γράφεται και σβήνεται.
Δικαίωμα-μπαλόνι.
Σε σκάω.
Να μην.
Δεν έχω ρήμα για εσένα.
Δεν χώρεσες σε κανένα.
Πουθενά.
Ακαθόριστος.
Απροσάρμοστη σκέψη.
Ύψος-βάθος.
Άκρα.
Χωρίς τίποτα κερδισμένο.
Χωρίς τίποτα κεκτημένο.
Χωρίς.
Τίποτα.
Ούτε «από φόβο χάσαμε».
Ποιο φόβο και μαλακίες μωρέ;
Μην τα πιστεύεις τα τραγούδια.
Τρίλεπτες διαδρομές είναι.
Τρίλεπτες ψευδαισθήσεις.
Κι αν θες να τα πιστέψεις, άκου τη φωνή που ψιθυρίζει μυστικά στα «Δειλινά».
Την Αρβανιτάκη στο «Μέτρησα»
Κι άλλες τρίλεπτες ψευδαισθησιογόνες ουσίες
Γέφυρες από κενό σε κενό.
Μόνο κενό.
Μόνο κάτι χαμένο.
Κι αυτό απροσδιόριστο.
Χαμένος λόγος.
Χαμένος χρόνος.
Χαμένο «γιατί;».
Δεν θα χρειαστεί να σε κατατάξω.
Δεν απαντάς σε κανένα μου ερώτημα.
Δεν διανύεις ούτε μισή λογική γραμμή.


...

Κι εσύ.
Η καλημέρα μου, η καληνύχτα μου, η κατανόησή μου.
Η αγκαλιά.
Η αγάπη.
Η ασφάλεια.
Η ανάγκη.
Η πραγματική ζωή.
Το «Κανένας δεν χαϊδεύει σαν εσένα» της Δήμου.
Το «Αpres la pluie» του Rene Aubry.
Το «Να κοιμηθούμε αγκαλιά» του Παπακωνσταντίνου.
Το δωμάτιο κι η θάλασσα.
Το «μαζί».
Το «σ’αγαπώ» με την ουσία του.
Με την απόδειξή του.
Με τις πράξεις του.
Εσύ.
Που ξέρεις ότι βαριέμαι τα λουλούδια, αλλά κατά καιρούς μου φερνεις ένα τριαντάφυλλο με μια κορδέλα που δεν το βαριέμαι.
Που είναι φούξια, αλλά νομίζεις ότι είναι μωβ.
Εσύ.
Που γελάς δυνατά.
Εσύ.
Με την καθαρότητα στο βλέμμα.
Με τη διαφάνεια που ζηλεύω.
Ακόμα δεν σου είπα ότι έχω ανάγκη την καθαρότητά σου.
Εσύ.
Που δεν φοβάσαι να φοβηθείς.
Που δεν φοβάσαι να εκφραστείς.
Που μου μαθαίνεις να μη φοβάμαι.
Εσύ.
Που δεν θα χωρέσεις ποτέ εδώ, σε λεξούλες, τραγούδια και μετέωρες φράσεις.
Γιατί χωράς στην κανονική μου ζωή.
Σε κανονική αγκαλιά.
Σε κανονικές διαστάσεις.
Σε απτή μορφή.
Κι ο απολογισμός.
Στο νου.
Για τα 1, 2, 3 που διαχειρίζομαι και δεν διαχειρίζομαι.

Για τις στιγμές της χρονιάς.
Την οικογένεια.
Τους φίλους.
Τους γνωστούς.
Τις σκιές.
Τα χρώματα.
Τις αγκαλιές.
Τα ανείπωτα.
Τα ειπωμένα.
Τα χαμόγελα.
Στο νου όλα.
Σαν μάθημα.
Και πίσω η κατηφόρα.
Αν έχεις να πεις τουλάχιστον ένα «ευχαριστώ», κάτι πήγε καλά.
Αν μόχθησες για τουλάχιστον ένα πράγμα, κάτι πήγε καλά.
Αν θυμάσαι έντονα τουλάχιστον μία αγκαλιά, κάτι πήγε καλά.
Αν γέλασες αυθόρμητα πολλές φορές, κάτι πήγε καλά.
Αν γέλασες γνωρίζοντας τον λόγο, κάτι πήγε καλά.
Αν συγκινήθηκες, κάτι πήγε καλά.
Αν ένιωσες, κάτι πήγε καλά.
 «...Είναι όμορφο στο τελείωμα του χρόνου να κοιτάς πίσω και να αντικρύζεις κατηφόρα...».
Στοχοθεσίες μόνο.

Καλή χρονιά!
Υγεία, αγάπη, τύχη.
 



(3rd Day-Soumka)


Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

"Άλλη μια καρδιά..."





Να σου πω κάτι;
Μέχρι και δύο λεπτά πριν τα μεσάνυχτα δεν είχα διάθεση για γενέθλια.
Έκανα εκπομπή, έπαιζε το Cheers darlin’ του Damien Rice και έλιωνα κάτω από τα ακουστικά μου.
Σκεφτόμουν ότι ξημερώνουν γενέθλια και δεν έχω όρεξη.
Είχα σκεφτεί να φέρω τα τραγούδια της ζωής μου, αλλά μετά μου φάνηκε ψυχαναγκαστικό.
Δεν ήθελα να σηκώσω το τηλέφωνό μου.
Δεν ήθελα να κάνω κανέναν απολογισμό της ζωής μου.
Δεν ήθελα να θυμηθώ φίλους, γνωστούς κλπ.
Δεν ήθελα να θυμηθώ κανέναν παλιό έρωτα.
Δεν ήθελα να με ρωτήσει κανείς «τι κάνεις;».
Ό,τι πρέπει κάνω.
Δεν ήθελα να με ρωτήσει κανείς «Τι θα κάνεις μετά;»
Ό,τι μπορώ θα κάνω.

Αλλά να σου πω και κάτι άλλο;

Όταν 2 λεπτά πριν τα μεσάνυχτα ανοίγει η πόρτα, εισβάλουν στο στούντιο οι φίλοι σου με καπέλα, μπαλόνια και τούρτα, όλα αλλάζουν.
Ξαφνικά δεν έχεις λεξούλες να περιγράψεις αυτό που συμβαίνει.
Ξαφνικά δεν σε νοιάζει που γίνεσαι 26.
Ξαφνικά σηκώνεις τα τηλέφωνα.
Ξαφνικά χαμογελάς και ξέρεις τους λόγους.
Ξαφνικά χαίρεσαι με όσα έχεις.
Ξαφνικά δεν σε νοιάζει και τόσο που δεν είσαι και στα καλύτερά σου.
Ξαφνικά είσαι απλώς χαρούμενη.
(Ξαφνικά μου λείπεις)

Είχε ήδη μπει στο σύστημα το «Μέτρημα» για τελευταίο τραγούδι.
Είναι πιο όμορφο να χαμογελάς, να έχεις τους ανθρώπους σου τριγύρω και να παίζει ως σάουντρακ το «Μέτρημα».
Κανένας απολογισμός.
Τους βαρέθηκα.
Μόνο ευχές σήμερα.
Για τα 26 μου.
Αν πιάσουν οι ευχές που δέχτηκα, όλα καλά θα είναι.
Κι ας πούμε ότι τα βροχερά γενέθλια είναι λυτρωτικά...

(Το τραγούδι το αγαπάω. Ψάχνει ισορροπία ανάμεσα σε δυό καρδιές.
Ξέρεις κάτι; Δεν θα ισορροπήσουμε. Το ξέρεις, ε;)


Άλλη μια καρδιά

Φτιάχνω από παιδί, φτιάχνω φυγή
Φτιάχνω καράβι μα χαρτί, γίνεται η θάλασσα
το βράδυ στο σκοτάδι.
Ψάχνω από μικρός ο ουρανός να ’χει μια σκάλα
να ανεβώ μα είναι τα όνειρα από μένα πιο μεγάλα.

Έχω μια καρδιά που να φύγει όλο θέλει,
κι άλλη μια καρδιά που
Φοβάται...φοβάται...κι όλο εδώ γυρνά.

Φτιάχνω από παιδί, φτιάχνω ζωή
Πάνω στα αστέρια, την κορφή του κόσμου
πες μου πώς να φτάσω με τα χέρια..

Έχω μια καρδιά που να φύγει όλο θέλει,
κι άλλη μια καρδιά που
φοβάται...φοβάται...κι όλο εδώ γυρνά.



Γιάννης Κότσιρας
Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης
Μουσική: Γιάννης Αιόλου


 

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

"Hide me..."

Αυτή η ζωή και η κάθε ζωή είναι ένα αίνιγμα αποτελούμενο από μικρότερα αινίγματα.
Ένας λαβύρινθoς που μπορεί και να βρεις την έξοδο μπορεί και όχι.
Κάθε φορά που παίρνεις ένα ρίσκο, ξεκινάς να λύσεις ένα αίνιγμα.
Αν κόψεις και ράψεις τη λέξη μπορεί και να βγάλεις τη λέξη «άνοιγμα».
Παραθυράκια.
Με θέα ή χωρίς.
Πορτούλες, κλειδάκια, παγίδες.
Ιστορίες καθημερινές.
Τις ζεις στο μυαλό σου, στα χέρια σου, στο μέσα σου.
Ανοίγουν κόσμοι, κλείνουν κόσμοι.
Ανοίγουν καρδιές, κλείνουν καρδιές.
Ανοίγουν μυαλά, κλείνουν μυαλά.

Ώρες-ώρες νιώθω σαν να έχω επιθυμήσει εκείνο το θράσος του 17χρονου ερωτευμένου.
Μεγαλώνοντας το θράσος γίνεται δειλία.
Το μόνιμο αίνιγμα που αλλάζει μορφές.
Και για το οποίο βρίσκεις πάντα μομφές.
Πόσο γελοίοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι;
Πόσο ερωτεύσιμα γελοίοι;
Πόσο γελοία ερωτεύσιμοι;

Στο βάθος υπάρχει εξήγηση για όλα.
Εξήγηση, όχι ορισμός.
Ο ορισμός είναι μια απάτη "του λόγου".
Tης λογικής.
Αλλά μέχρι να πάμε στην εξήγηση, φτάνουμε κιόλας σε συμπεράσματα.
Ευκολομάσητα.
Δεν με νοιάζει η εξήγηση.
Με νοιάζει το συμπέρασμα.
Να βολέψω κάπου και κάπως τα πράγματα μέσα στο μυαλό μου.

Υπάρχουν μέρες που όλες οι λέξεις που υπάρχουν με ενοχλούν.
Υπάρχουν μέρες που όλες οι λέξεις που υπάρχουν μου φαίνονται ερωτεύσιμες.

To ξέρω, θα ξυπνήσω ένα πρωί, θα κοιτάξω το κενό,
θα του ψιλοχαμογελάσω
και θα το παρατήσω.
Θα το αφήσω στην ίδια άκρη,
στο ίδιο αίνιγμα,
στην ίδια ανοησία,
στην ίδια μετέωρη κατάσταση.
Με ουσία η χωρίς.
Ξέρω, θα ξυπνήσω ένα πρωί,
θα κοιτάξω το κενό,
θα αλλάξω πορεία.
Θα βρω ένα καινό.
Λίγο πιο γεμάτο.

«Κι όμως κάτι δεν ξέρω».
Η επίγνωση της άγνοιας.
Κι όμως σίγουρη δεν είμαι γι’αυτά που ξέρω.
Η άγνοια της γνώσης.

Θα μπορούσα να σου μιλάω μόνο με παρενθέσεις.
Μόνο σε παρενθέσεις χωράμε.
Σχεδόν ολόκληροι.

Ανταλλάσσεται ψυχρή λογική με αυταπάτη.
Και το αντίθετο.
Διάρκεια συζητήσιμη.

Δεν είμαστε πιασάρικο σενάριο.
Δεν είμαστε καν άρτιο.
Δεν είμαστε καν σίγουρο.
Δεν είμαστε.
Δεν είμαστε καν λέξεις.

Κι είναι από αυτές τις μέρες που κανένα τραγούδι δεν σου κάνει.
Κανένα γράμμα δεν έχει διάθεση να μπει σε λέξεις.
Καμία ισορροπία δεν σε αφορά.
Κανένα λογοπαίγνιο δεν σε περιέχει.
Κανένα νόημα δεν σε κάνει παρέα.
Εσένα.
Εμένα με περιφέρει μια λογική που λέει πάλι πως όλα είναι απλά μαθηματικά.
Ή απλό συντακτικό.
Μαθαίνεις τους κανόνες, βάζεις τις λέξεις στη σωστή σειρά:
Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο.
Υποκείμενο-Ρήμα-Κατηγορούμενο.
Θα είμαι το ρήμα.
Θα είσαι το αντικείμενο ή το κατηγορούμενο;
Αν είσαι κατηγορούμενο, παίρνεις πάνω σου τη μετάβαση.
Θα είμαι κι εγώ μεταβατικό ρήμα.

Αν ήμουν χαρακτήρας, θα ήμουν τελεία.
Για την οριστικότητά της.
Για την ικανότητά της να πολλαπλασιάζεται και να αφήνει υπονοούμενα.
Για την ικανότητά της, όταν πολλαπλασιάζεται, να αποσιωπά.
Αποσιωπητικά...
Βλέπεις;
Όταν η οριστικότητα πολλαπλασιάζεται γίνεται σιωπή.
Κι όταν τα πράγματα γίνονται σιωπή, νεκρώνουν.
Γίνονται κενό.
Και μετά ξυπνάς ένα πρωί και πας να διαχειριστείς κενό.
Και εκκενώνεσαι.
Γιατί δε γεμίζει με βήμα.
Γιατί δε γεμίζει με ρήμα.
Γιατί γεμίζει με «αν».
Και τα «αν» σηκώνουν πολλαπλές αβάσιμες διαχειρίσεις και δεν μας κάνουν.
Γιατί γεμίζει με «δεν».
Και τα «δεν» δεν είναι διαχειρίσιμα.
Είναι οριστικά.
Σαν την τελεία.
Εγώ τελεία.
Εμείς, ατελείς.

Μια λογική ακέραια.
Μια καίρια σιωπή.
Μια έγκαιρη λύση.
Μια άκαιρη συγκυρία.
Σαν ευκαιρία χαμένη.

"Κάποια στιγμή θα μας τελειώσουν τα λογοπαίγνια και θα αναγκαστούμε να μιλάμε γι' αυτά που νιώθουμε."     



Hide me

Why don't you leave me in a place
Tradition ends, and custom fades
In this world was brought alone
On my own no one home

Don't you leave me in this craze
Broken phone, soul erased
I Paint the sky but there's no change
Painted skies, broken lanes....

Why don't you hide me anyway.... Save me save me
So why don't you hide me anyway... Save me save me
Save me save me!!!
Save me save me!!!

Why don't you hide me,
why don't you hide me anyway
Why don't you hide me,
why don't you hide me anyway
Save me save me.



 Beggar's Blues Diary feat. Athina Routsi



  

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

"Οι τελευταίες μέρες..."

Αν συγκρουστούν οι λογικές, θα στάξει συναίσθημα.
Πίσω από τα ταξινομημένα κουτάκια υπάρχει μια αταξία.
Υπαρκτή.
Ενσώματη.
Έχει τρυπώσει.
Κάνει θόρυβο.
Χρατς-χρουτς.
Σαν βινύλιο.
Συναγερμός.
Δεν είναι ανάγκη να είναι εκκωφαντικός ο ήχος.
Συνήθως η ζυγαριά γέρνει προς την ένταση κι όχι προς τη διάρκεια.

Άφησέ με σε ένα ηλιοβασίλεμα.
Με εκστασιάζει.
Χάνομαι στα χρώματα.
Το μυαλό εκκενώνεται.
Δεν υπάρχει καμία γνώση.
Παρά μόνο αίσθηση.
Τώρα βάλ’το αυτό στις σχέσεις:
Να μην υπάρχει γνώση, παρα μόνο αίσθηση.
Για σκέψου, σε πόσες από τις σχέσεις σου κυριαρχεί η αίσθηση;
Και σε πόσες έρχεται η γνώση και μολύνει την αίσθηση;

Υπάρχει μια εξίσωση πίσω απ’ό,τι δεν καταλαβαίνεις.
Μια κωλοϊσορροπία.
Ένα παζλ που ακόμα κι αν σου λείπουν κομμάτια, το βλέπεις σχεδόν σαν ολόκληρο.
Και «σχεδόν» και «σαν».
Ολόκληρο.
Ποτέ δεν αγαπούσα τα μεταβατικά στάδια.
Η αίσθηση του ανολοκλήρωτου αποτελείται από εκκρεμότητες.
Από κάτι σχοινάκια που ξέρεις ότι θα φύγουν.
Ή θα τα κόψεις ή θα κοπούν.
Η εξίσωση θα λυθεί.
Όσο κι αν σπας το κεφάλι σου να βρεις τους αγνώστους.

Υπάρχουν κάτι «νομίζω» και κάτι «σαν» που σε κάνουν να σέρνεσαι.
Ενώ ο δρόμος είναι ευθύς και εύκολος.
Μια μέρα να ζητήσουμε συγγνώμη από αυτούς που ξέρουν άλλη αλήθεια για εμάς.
Μια μέρα να καταλάβουμε ότι η αλήθεια χωράει το πολύ σε τρεις-τέσσερις λεξούλες.
Παρ’όλο που προς τιμήν της γράφονται κατεβατά.
Μια μέρα η «συγγνώμη» και το «ευχαριστώ» να λέγονται κατ’αρχήν και όχι κατ’αρχάς.

Είναι και αυτές οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν.
Είναι και αυτές οι ευθύνες που πρέπει να αναληφθούν.
Είναι κι αυτό το κεφάλι που σε κάθε «πρέπει» κοιτάει αλλού.
Είναι κι αυτό το «πρέπει» που ώρες-ώρες είναι πολύ ευέλικτο και ακολουθεί με ακρίβεια την κίνηση του κεφαλιού.

Κι αυτή η συνέπεια του σύμπαντος, τόσο αστεία ώρες-ώρες.
Μια ακατάληπτη συνωμοσία που με τον τρόπο της σου φέρνει επιθυμίες στα χέρια.
Και άλλες τις φέρνει στα πόδια, να τις κλωτσήσεις.




...Είναι κι αυτό το άλλοθι του Σεπτεμβρίου που όσο μεγαλώνεις χάνονται τα χρώματά του.
Είναι που τότε ήταν Σεπτέμβρης 2002.
Και τώρα 2012.
Μια δεκαετία μετά.
Για μάθημα πήγαινα και με μάθημα έφυγα.
Σταθμός.
Είπα στον "λίθο" ότι πέρασε δεκαετία και με κοίταξε με βλέμμα απόγνωσης.
«Ρε μεγαλώσαμε».
Όταν οι ιστορίες κλείνουν δεκαετία σημαίνει ότι μεγάλωσες πιο πολύ απ'όσο νομίζεις.
Κρίση ενηλικίωσης. (μεταξύ άλλων κρίσεων).
Ώρες-ώρες θέλω να μιλήσω σε αυτό το σχεδόν δεκαεξάχρονο πιτσιρίκι που τότε άνοιγε με απορία, φόβο και λαχτάρα τις πόρτες.
Θα ήθελα να το έχω απέναντί μου, να μου πει τι πιστεύει ότι θα γίνει.
Να μην του πω τι θα γίνει.
Να τα ζήσει όλα με την ίδια ένταση.
Να μεγαλώσει.
Ώρες-ώρες κοιτάζω στον καθρέφτη μου και το διακρίνω.
Μας χωρίζει ένα κενό, μπόλικη λογική και πιο απενοχοποιημένο συναίσθημα γενικώς.
Μας ενώνει το ίδιο καλά κρυμμένο αίσθημα, σε άλλες εκδοχές και με άλλα καθρεφτίσματα πια.
Σαν μια συνθήκη ρομαντισμού κλειδαμπαρωμένη.
Μυστικά.
Ώρες-ώρες θέλω να το αφήνω να μου λέει μυστικά στο αφτί:
Ξέρεις, αυτούς τους κανόνες περί έρωτος που αρχίζει και διαμορφώνει το δεκαεξάχρονο που ερωτεύεται κερυνοβόλα.
Που η λογική του πνίγεται.
Θέλω να τους ξανακούσω αυτούς τους αθώους κανόνες.
Αυτήν την αίσθηση του «παραδίνομαι».
Την αίσθηση του «έχω τόσους πολλούς φραγμούς, αλλά ρε γαμώτο κάτι με ενοχλεί στο στομάχι και θέλω να αφεθώ σε αυτό».
Τα μέσα μας δεκαεξάχρονα μπορούν να μας διδάξουν περισσότερα απ’ό,τι μπορεί να τα διδάξει κάποιος.
Ασυναίσθητα, και μάλλον όχι ψυχαναγκαστικά, η 3η του Σεπτέμβρη και η 20η του Δεκέμβρη είναι μέρες συνάντησης με τον καθρέφτη.
Σαν μέρες απολογισμού που δεν εστιάζει σε πρόσωπα.
Παίρνω τη δεκαετία μου αγκαλιά και την πάω περίπατο.
Ξέρω ότι εκεί τοποθετείται η "έναρξη".
"Σε μιαν ανάσα
τόσα χρόνια τα χωράω", που λέει και το τραγούδι.





Άλλωστε εμπνεύσεις υπάρχουν παντού.



...Στις διακοπές το μάτι έπεσε σε μια βάρκα που την έλεγαν «Άλλοθι».
Την αγάπησα.
Να πάμε μια βόλτα.


Μεγαλώνουμε και παλεύουμε να χτίσουμε εαυτούς ακέραιους.
Να μην περνάει εύκολα κάτι από τον τοίχο.
Ρε ώρες-ώρες περνάει.
Τρυπώνει.
Απ’τα κουμπάκια ανάμεσα.
Ξέρεις, συμπαθώ την ακεραιότητα του εαυτού.
Συμπαθώ εξίσου και την απογυμνωμένη, τραυματισμένη (μεταφορικά) εκδοχή του.
Τις σέβομαι τις δύο εκδοχές.
Με τρομάζουν και οι δύο.
Τόσο η ψυχρή, όσο και η εύθραυστη.

Θυμάσαι που λέγαμε ότι η «αγκαλιά» και η «ανάγκη» είναι ετυμολογικά συγγενείς;
Στην ίδια ετυμολογική οικογένεια πρόσθεσε την «άγκυρα» και το «αγκίστρι».
Και φτιάξε μια ιστορία.
«Άγκυρα», «αγκίστρι», «ανάγκη», «αγκαλιά».
Σου ρίχνουν το «αγκίστρι».
Τσιμπάς.
Τσιμπάει η «ανάγκη» σου.
Ρίχνεις «άγκυρα».
Βυθισμένες άγκυρες.
Σε μία εκδοχή η ιστορία τελειώνει με μια «αγκαλιά».
Σε άλλη εκδοχή η ιστορία αρχίζει με μια «αγκαλιά».
Ξέρεις κάτι;
Το θέμα είναι οι ζωές που διασταυρώνονται.
Άγνωστο το «πώς;», άγνωστο το «για πόσο;».
Κι αυτό εξίσωση είναι.
Κι εγώ εξίσωση είμαι.
Κι εσύ εξίσωση είσαι.
Κι εμείς εξίσωση είμαστε.

Συνηθίσαμε να λέμε «εντάξει» και ξεχάσαμε πως το «εν αταξία» αν μη τι άλλο έχει περισσότερο ενδιαφέρον.
Στόχος της αταξίας είναι η τάξη.
Στόχος της τάξης είναι η διατήρηση;
Μπορεί.
Αλλά η μοίρα της τάξης είναι να διακόπτεται από την αταξία.
Οπότε, κυκλάκια.
Σαν τις αποφάσεις που πρέπει να πάρεις.
Που όσο κι αν τις παιδεύεις, ξέρεις ότι θα ξυπνήσεις ένα πρωί και θα τις έχεις ήδη πάρει.
Θα τα έχεις ήδη ξεκαθαρίσει και θα έχει δημιουργηθεί χώρος για άλλες.
Συνειδητά.
Γιατί τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος.
Ακόμα κι αυτά που έχουν αρχή και τέλος και τέλος και τέλος και τέλος στην νιοστή.
Κάπου υπάρχει οριστικότητα.
Όροι, όριο, ορισμένος, καθορισμένος, προσδιορισμένος, περιορισμένος…
Μια απόφαση μακριά είναι το σπάσιμο του ορίου.
Μια απόφαση μακριά είναι κι η αποδοχή του.

Μια μέρα να αναλύσουμε τις προβολές μας στους άλλους.
Σαν παιχνίδι.
Τις προβολές μας στους ψυχρούς, στους ευσυγκίνητους, στους εγωιστές, στους σοβαρούς, στους γελοίους, στους έξυπνους, στους χαζούς…
Σαν παιχνίδι με τίμημα την απογύμνωση.
Μια μέρα να συμφιλιωθούμε με εμάς.
Με όλες τις εκδοχές και τα ερεθίσματα που τις δημιουργούν ή τις αφυπνίζουν.

*«Γιατί από τους ανθρώπους της ζωής μας, τελικά μας ανήκει μια μονάχα εκδοχή. Μπορεί να είναι καλή ή κακή, ταιριαστή ή αταίριαστη, ευλογημένη ή καταδικασμένη. Το σίγουρο όμως είναι ότι πρόκειται για τη μία και μοναδική εκδοχή που μας αντιστοιχεί. Κι όλες οι άλλες εκδοχές, αν τύχει ποτέ και τις συναντήσουμε, δε θα είναι παρά φευγαλέα φαντάσματα που μας προσπερνούν απρόσμενα τις νύχτες μέσα σε διερχόμενα αυτοκίνητα.»

*(Από το blog του Γεράσιμου, εδώ: http://jirashimosu.blogspot.gr/2011/09/blog-post_27.html)

Δεν έχει σημασία αν ο Σεπτέμβρης έχει όντως άλλοθι.
Δεν έχει σημασία αν νιώθεις ότι το χρειάζεσαι ή όχι.
Δεν έχω ιδέα τι έχει σημασία, αν όλα έχουν ή τίποτα δεν έχει.
Δεν έχω ιδέα αν υπάρχει ορισμός της σημασίας, αν μπορεί να οριστεί πράγματι αντικειμενικά ή αν είναι υποκειμενική.

Αλλά να σου πω κάτι;
Στο τέλος ο καθένας δεν παίρνει ό,τι του αξίζει.
Παίρνει σχεδόν ό,τι κυνήγησε.



Υ.Γ 1 Την Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου στις 18:00 θα είμαστε στα Public Συντάγματος παρέα με τη Νατάσσα Μποφίλιου, τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο για live συνέντευξη. Αν σας βγάλει ο δρόμος…να μας πείτε ένα "γεια"!)


Υ.Γ Κατά τ'άλλα, ισχύει το ραντεβού μας ραδιοφωνικά στον αέρα του Street-Radio, κάθε Τρίτη στις 22:00.


Οι τελευταίες μέρες

Τις τελευταίες μέρες μου
θα τις ρίξω στη θάλασσα
νιώθω λες και μεγάλωσα
για να βρεθώ με 'κεινη

σε παραλία απόμερη
μ' ένα φθαρμένο μοντγκόμερι
θα στήσω την πολυθρόνα μου
για τη γριά μου τη μνήμη

Τις τελευταίες μέρες μου
θα τις μετράω σ' απογεύματα
θα παραθέτω γεύματα
για τα φαντάσματά μου

θα ξαγρυπνάω ως τις δυόμιση
κάνοντας μια ταξινόμηση
στις εμπειρίες του βίου μου
στα παιδικά όνειρά μου

τις τελευταίες μέρες μου
θα τις ρίξω στη θάλασσα
να δω όπως μεγάλωσα
τι ψάρια μείναν να πιάσω

κι όταν ενώσω τα νήματα
θα μ' απαγάγουν τα κύματα
κι απ'τον βυθό ως τον αφρό
σαν ένα κύμα κι εγώ
θα περάσω


 

Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Νατάσσα Μποφίλιου

 

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

"Ο καημός της φυσαρμόνικας"...

Η γενική αντίληψη είναι αποτέλεσμα μαθηματικών πράξεων.
Μια πρόσθεση αντιλήψεων.
Ένα σύνολο που έρχεται αντιμέτωπο με την προσδοκία.
Η προσδοκία είναι το μέτρο που τίθεται κάθε φορά.
Η προσδοκία είναι το όριο.
Κλείνεις τα μάτια σου και φτιάχνεις κόσμους.
Κόσμους που ζουν πέρα από εσένα.
Κόσμους ιπτάμενους, χωρίς κλωστούλα να τους δένει με τον πραγματικό.
Όσες ιδέες κι αν σου έδωσαν αυτοί οι κόσμοι, κανένας δεν σου έδωσε πνοή, έτσι δεν είναι;
Όσα παιχνίδια και να έπαιξες κανένα δεν σε εξέλιξε στ’αλήθεια, έτσι δεν είναι;
Όση «ζωή» και να σου έδωσαν, κανένα δεν σου έδωσε ζωή, χωρίς εισαγωγικά, έτσι δεν είναι;


Καλή η απογείωση, αλλά στηρίζω γείωση.
Προτιμώ τα βήματα παρά το πέταγμα.
Είναι πιο στέρεα.
Είσαι πιο στέρεος.
Είσαι πιο ακέραιος.


Με ενοχλεί ο κάθετος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο αδιάφορος εαυτός μου.
Με ενοχλεί ο χρόνος που σε πετάει σε μια γωνιά κουρασμένο.
Βγαίνεις από το τούνελ.
Κοιτάς τριγύρω σου: «Βγήκα αλώβητός», σκέφτεσαι.
«Βγήκα», ξανασκέφτεσαι.
Πολύς χαμένος χρόνος.
Δεν υπάρχει χειρότερος χαρακτηρισμός για την έννοια του χρόνου από τη μετοχή «χαμένος».
Με αυτό τερματίζεις.
Με αυτό η προσδοκία σου γίνεται μπαλόνι και πετάει.
Κι εσύ ξαπλώνεις στο πάτωμα ανακουφισμένος.
Ταξιδάκια μωρέ.
Με σκοπό ή χωρίς.
Τι σημασία έχει τελικά;
Ξαπλώνεις και αγναντεύεις ουρανούς.
Ξαπλώνεις και επαναδημιουργείσαι για άλλους ουρανούς.
Είμαστε μέρος μιας αντικαστάστασης.
Αντικαθιστούμε και μας αντικαθιστούν.
Με συνέπεια.
Ευτυχώς.


Μετρήματα αυθόρμητα.
Μαθηματικά απλά.
«Πόσα πήρες;»-«πόσα δεν πήρες;».
«Τι πήρες;».
Πραξούλες.
Αποτέλεσμα.
Που απλώς το κοιτάς.
Που υποσυνείδητα το αξιολογείς.
Που ασυνείδητα το έχεις αξιολογήσει καθ΄όλη τη διάρκεια της πορείας.
Σεβάσου το μυαλό και τις ανάγκες του.
Για το τέλος.
Στην αρχή ψαξ’το λίγο.
Αν δεν το ψάξεις τουλάχιστον κράτα αυτόν τον γαμημένο σεβασμό.
Αν μπορείς ανάλυσέ το.
Όχι τον σεβασμό.
Την ανάγκη του μυαλού.


Ημιτελείς είμαστε.
Τα απέναντι μάτια μπορούν να μας κοιτάξουν ως το «τέλειο».
Μετά ως το «ατελές».
Αλλά ημιτελείς είμαστε.
Επιδεχόμαστε διόρθωσης διανοητικά.
Ο άλλος μας κατασκευάζει στη συνείδησή του.
Χτιζόμαστε.
Μετά γκρεμιζόμαστε.
Σαν να φοράς ένα ζευγάρι γυαλιά και μετά να τα βγάζεις.
Σπουδαίο παιχνίδι.
Αρρωστημένο.
Παλέυεις να δικαιολογήσεις και να διασώσεις.
Μια μέρα θα μπει στα λεξικά το ρήμα «εξαλλοθίζω».
«Δημιουργώ άλλοθι στις καταστάσεις».
Πόσες φορές το έχεις κάνει;
Είναι που «ο κόσμος είναι μια χούφτα από εκατομμύρια μόρια
Κι η κατανόηση δείχνει ν' αργοπεθαίνει».



Είμαστε παρατονισμένες συλλαβές.
Ανορθόγραφες λέξεις.
Λέξεις διφορούμενες.
Όλα έχουν διττή σημασία.
Εμείς διαλέγουμε μία και την κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Τη φοράμε και τη δείχνουμε.
Τη στολίζουμε και την προσωποποιούμε.
Της δίνουμε χρώμα, σχήμα και αέρα.
Μέχρι τη μέρα που θα ξυπνήσουμε και δεν θα μας κάνει.
Ή δεν θα μας αρκεί.
Και ξέρεις, εκεί δεν έχει πισωγύρισμα και διόρθωση.
Εκεί έχει πέταμα.


Παίζουμε με σημεία στίξης ώρες-ώρες.
Είναι που η στίξη σχετίζεται με τη στιγμή.
Είναι που η στιγμή σχετίζεται με το στίγμα.
Είναι που το στίγμα σε παραμύθιασαν ότι είναι ανεξίτηλο.
Είναι που εσύ καθορίζεις καμιά φορά τι μένει και τι όχι.
Είναι κι αυτή η αιώνια εφηβική μανία του «για πάντα».
Είναι κι αυτή η αιώνια ενήλικη μανία του «ποτέ».
Είναι που φυλαγόμαστε, όχι γιατί έχουμε τίποτα πολύτιμο.
Είναι που φυλαγόμαστε από φόβο μωρέ.
Επειδή αλώβητοι δεν είμαστε.
Μαλάκες είμαστε.


Την έμπνευση ζητάμε.
Μόνο η έμπνευση δεν φοβάται.
Μόνο αυτή έρχεται με μανία και προσπερνά φόβους, χρόνους και περιορισμούς.
Ενδεδυμένη κατάλληλα,
Προσαρτημένη με τα ακατάλληλα που είναι απαραίτητα.
Κάθε έμπνευση περιλαμβάνει κάτι ακατάλληλο.
Κάθε τι ακατάλληλο περιλαμβάνει λίγη έμπνευση.


Κάθε άνθρωπος ξέρει το κομμάτι της ζωής  σου που θέλεις να του δείξεις.
Ίσως και ένα μικρό κομμάτι που διαισθάνεται.
Ως εκεί.
Τα υπόλοιπα λεξούλες που συνειδητά σου παρουσιάζει.
Όχι η ζωή του.
Οι λεξούλες του.
Μετα παίζεις με ποσοστά συσχέτισης.
Με την αντιληπτική ικανότητα, όχι που έχει, αλλά αυτή που θέλει ή έχει ανάγκη να έχει.
Το παιχνίδι λέει να βάλεις τον άλλον στον κόσμο που θέλεις, όχι στον κόσμο που είσαι.
Οι κόσμοι μας.
Ο κόσμος μου και ο κόσμος σου.
Και ο από κοινού…
Ο κόσμος μας.


Ο έρωτας δεν είναι η ψευδαίσθηση του πάντα.
Είναι η ψευδαίσθηση του «δεν μπορώ χωρίς».
Μέχρι που τα «δεν» γίνονται διπλή ψευδαίσθηση.
Και το «χωρίς» αδυνατίζει.


«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Πόσες φορές έχεις ακούσει ή πει αυτή τη φράση;
«Ένα τσιγάρο ακόμα».
Υπάρχουν και οι σχέσεις του «ένα τσιγάρο ακόμα».
Σπανίως το έχεις ανάγκη αυτό το επιπλέον τσιγάρο, έτσι δεν είναι;
Αυτήν την επιπλέον, δίχως νόημα παράταση.
Τις σχέσεις «ένα τσιγάρο ακόμα» μια φωτιά τις σώζει.
Όχι αυτή που ανάβει το τσιγάρο.
Αυτή που το καίει μια και καλή.


*"Ο καημός της φυσαρμόνικας" είναι το τραγούδι που θα μπορούσα να ακούω για πάντα.


Ο καημός της φυσαρμόνικας
Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ

Έρχεσαι πάντα το βράδυ
μελαγχολικά
σαν το στερνό το τρένο του χειμώνα,
η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου και σε καρτερεί.

Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι και συ.

Έρχεσαι και δε σωπαίνεις,
μέσ' από τη στάχτη
μια φωτιά γυρεύεις κι όλο φεύγεις
τριγυρνάς μέσα στη νύχτα
φάντασμα ωχρό της προσμονής μου
μαυροπούλι ερημικό.

Κι όπως έρχεσαι έτσι φεύγεις
έτσι απρόσμενα αγαπάς
μισείς ξεχνάς πλάνες μαζεύεις
μα η καρδιά μου χιονισμένη
στέπα ερημική προσμένει
τον καημό σου πάντα καρτερεί.

Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή,
μέσα στ' όνειρό μου είσαι κι εσύ...



Μαρία Δημητριάδη
Στίχοι/Μουσική: Γιώργος Σταυριανός