«Το τέλος της παράκαμψης
κοίταξε πόσα αυτοκίνητα επιστρέφουν κι έρχονται
καθώς αφήνουμε τα σύρματα πίσω μας
οι μάρκες τους εκτοπίζουν τις λέξεις μας
στέκομαι στο έδαφος
μα δε με θέλεις
χωρίς εσένα, θα είμαι πιο μπροστά από σένα
δεν έχω τίποτα να σου δώσω
κι είναι τόσο δύσκολο να σου εξηγήσω
περισσότερο από κάθε άλλη φορά
γιατί μου αρέσουν τα εργοστάσια
κάθε φορά που κοιτάζω εσένα
ένα ταξίδι από τα γόνατα ως τα δάχτυλα
η αντανάκλαση της σύγχυσης
οι μέρες και τα ισόμετρα πέταλα
η ανακάλυψη του οίκτου
σαν αεροπλάνο πετά και μας εγκαταλείπει
[η χαρά ποτέ]
κι αν δεν ήταν τόσο ωραία εδώ
θα μπορούσα να έρθω μαζί σου
μα έχω βαρεθεί να σου ζητώ συγγνώμη
κι είναι βέβαιο πως δε μπορώ ν' αλλάξω
γιατί ο κόσμος είναι μια χούφτα από εκατομμύρια μόρια
κι η κατανόηση δείχνει ν' αργοπεθαίνει
λεπτό με το λεπτό
αστέρι μ' αστέρι
δορυφόρο με δορυφόρο
δώσ' μου τα χέρια σου
κράτησε μακριά τα ψέματα
χάρισέ τα σ' αυτούς που μπορούν να σε πιστέψουν
θέλεις ν' ακούσεις τόσα πολλά
κι εγώ θέλω να κλάψω
να κοιτάξω το χώμα σαν τη μόνη αλήθεια
σε σκέφτομαι
μέσα από σένα είδα εμένα
τη στρογγυλή άκρη της Γης
την απέραντη ακινησία που επεκτείνει την απόσταση
κι εξαλείφει το φως…»
Στέρεο Νόβα
«Με θέλεις, χωρίς εσένα»
Στίχοι: Κωνσταντίνος Βήτα
Άλμπουμ: Τέλσον
Κι αν οι Στέρεο Νόβα δεν τα έλεγαν τόσο καλά, θα μπορούσα να σου αραδιάσω ένα εκατομμύριο λέξεις.
Και ακόμα περισσότερες.
Όσες ξέρω.
Όσες περιμένεις.
Για τα αυτονόητα.
Αφού αυτονόητα είναι αυτά που περιμένεις:
η στιγμή, η βουτιά, το «αφήνομαι», τοαύριο.
Αφού βλέπεις.
Και νιώθεις.
Η λογική, το παράλογο.
Εγώ.
Εσύ.
Εμείς.
Αφού υπάρχουμε.
Αφού τα όπλα τα καταθέτω στο γέλιο σου.
Όλα τα καταθέτω.
Κι αφού ο Σταυρόπουλος στο «Ροκ που παίζουν τα μάτια σου» έγραφε ότι «η λογική είναι μεγάλη πουτάνα».
Τη συμμερίζομαι όμως.
Την καταλαβαίνω.
Σχεδόν τη λυπάμαι.
Δε μετράω.
Δε συγκαταλεγόμαστε σ’αυτό που ονομάζεται ζωή.
Μόνο σ’ ένα «τώρα» έρημο, σχεδόν γεμάτο.
Μπαλόνι.
Φουσκώνει.
Στα χέρια μας.
Ή θα σκάσει ή θα πετάξει.
Θα πάει ψηλά.
Ασ’το μωρέ.
Ας μη σκάσει.
Ας πάει ψηλά.
Ας χαθεί.
Ας ταξιδέψει.
Ας πάει αλλού.
Όπου θέλει.
Ας κάνει ό,τι θέλει.
Ό,τι νιώθει.
Θα τον βρει το δρόμο του.
...........................................
Το άλλο το μπαλόνι το βλέπεις;
Εκείνο το παλιό που χρόνια μετά επιστρέφει;
Σαν τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος.
Ζαρωμένο και άχρωμο.
Το κοιτάω.
Αυτή τη φορά από ψηλά.
Πεσμένο δίπλα μου.
Κι ήμουν παιδί.
Και ήσουν «όλα».
Και μετά «κάτι».
Και δεν είσαι τίποτα.
Ή είσαι παιχνιδάκι.
Ναι, αυτό είσαι πια.
Ούτε εγώ θυμάμαι πόσο μικρή ήμουν.
Τα χρόνια είναι χάσμα.
Δε γεφυρώνεται.
Και πέρασαν πολλά.
Χρόνια και χάσματα.
Και χαλάσματα που έγιναν κτίσματα.
Και εσύ μου λες «Come as you are».
Κι εγώ γελάω με ‘σένα.
Κι ας σέβομαι την παλιά παρουσία σου.
Κι ας σε αποκαλώ ακόμα "εμπνευστή".
Το μπαλόνι ξεφούσκωσε.
...Αλλά επέστρεψε.
......................................................
Κράτησέ με μακριά από τα «ποτέ» και τα «πάντα».
Κράτησέ με λογική.
Ενίοτε «δίχως λογική».
Κράτησέ με στη στιγμή.
Μπάσε με μέσα.
Μέρες σκεφτόμουν ποιές είναι αυτές οι στιγμές που έχουν την ικανότητα να με βουτήξουν μέσα τους, να με βγάλουν από τον ρόλο του παρατηρητή, να με πνίξουν.
Τις βρήκα.
Τις άθροισα.
Με βρήκα εκεί.
Ζωντανή.
Και γεμάτη.
Το ένα μπαλόνι στα χέρια.
Περίεργο.
Το άλλο στα πόδια.
Περίεργο.
Κι η καρδιά μπαλόνι.
Πιο περίεργο.
Εγώ αυτό θέλω να πω.
Τα παραμύθια μωρέ.
Αυτά τα γήινα, τα όμορφα.
Τα μπαλόνια.
Αντανακλάσεις.
Πάρε ένα γέλιο...
Καν’το αντανάκλαση.
κοίταξε πόσα αυτοκίνητα επιστρέφουν κι έρχονται
καθώς αφήνουμε τα σύρματα πίσω μας
οι μάρκες τους εκτοπίζουν τις λέξεις μας
στέκομαι στο έδαφος
μα δε με θέλεις
χωρίς εσένα, θα είμαι πιο μπροστά από σένα
δεν έχω τίποτα να σου δώσω
κι είναι τόσο δύσκολο να σου εξηγήσω
περισσότερο από κάθε άλλη φορά
γιατί μου αρέσουν τα εργοστάσια
κάθε φορά που κοιτάζω εσένα
ένα ταξίδι από τα γόνατα ως τα δάχτυλα
η αντανάκλαση της σύγχυσης
οι μέρες και τα ισόμετρα πέταλα
η ανακάλυψη του οίκτου
σαν αεροπλάνο πετά και μας εγκαταλείπει
[η χαρά ποτέ]
κι αν δεν ήταν τόσο ωραία εδώ
θα μπορούσα να έρθω μαζί σου
μα έχω βαρεθεί να σου ζητώ συγγνώμη
κι είναι βέβαιο πως δε μπορώ ν' αλλάξω
γιατί ο κόσμος είναι μια χούφτα από εκατομμύρια μόρια
κι η κατανόηση δείχνει ν' αργοπεθαίνει
λεπτό με το λεπτό
αστέρι μ' αστέρι
δορυφόρο με δορυφόρο
δώσ' μου τα χέρια σου
κράτησε μακριά τα ψέματα
χάρισέ τα σ' αυτούς που μπορούν να σε πιστέψουν
θέλεις ν' ακούσεις τόσα πολλά
κι εγώ θέλω να κλάψω
να κοιτάξω το χώμα σαν τη μόνη αλήθεια
σε σκέφτομαι
μέσα από σένα είδα εμένα
τη στρογγυλή άκρη της Γης
την απέραντη ακινησία που επεκτείνει την απόσταση
κι εξαλείφει το φως…»
Στέρεο Νόβα
«Με θέλεις, χωρίς εσένα»
Στίχοι: Κωνσταντίνος Βήτα
Άλμπουμ: Τέλσον
Κι αν οι Στέρεο Νόβα δεν τα έλεγαν τόσο καλά, θα μπορούσα να σου αραδιάσω ένα εκατομμύριο λέξεις.
Και ακόμα περισσότερες.
Όσες ξέρω.
Όσες περιμένεις.
Για τα αυτονόητα.
Αφού αυτονόητα είναι αυτά που περιμένεις:
η στιγμή, η βουτιά, το «αφήνομαι», το
Αφού βλέπεις.
Και νιώθεις.
Η λογική, το παράλογο.
Εγώ.
Εσύ.
Εμείς.
Αφού υπάρχουμε.
Αφού τα όπλα τα καταθέτω στο γέλιο σου.
Όλα τα καταθέτω.
Κι αφού ο Σταυρόπουλος στο «Ροκ που παίζουν τα μάτια σου» έγραφε ότι «η λογική είναι μεγάλη πουτάνα».
Τη συμμερίζομαι όμως.
Την καταλαβαίνω.
Σχεδόν τη λυπάμαι.
Δε μετράω.
Δε συγκαταλεγόμαστε σ’αυτό που ονομάζεται ζωή.
Μόνο σ’ ένα «τώρα» έρημο, σχεδόν γεμάτο.
Μπαλόνι.
Φουσκώνει.
Στα χέρια μας.
Ή θα σκάσει ή θα πετάξει.
Θα πάει ψηλά.
Ασ’το μωρέ.
Ας μη σκάσει.
Ας πάει ψηλά.
Ας χαθεί.
Ας ταξιδέψει.
Ας πάει αλλού.
Όπου θέλει.
Ας κάνει ό,τι θέλει.
Ό,τι νιώθει.
Θα τον βρει το δρόμο του.
...........................................
Το άλλο το μπαλόνι το βλέπεις;
Εκείνο το παλιό που χρόνια μετά επιστρέφει;
Σαν τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος.
Ζαρωμένο και άχρωμο.
Το κοιτάω.
Αυτή τη φορά από ψηλά.
Πεσμένο δίπλα μου.
Το κοιτάω.
Και σκάνε μνήμες πεθαμένες.
Και γυρίζει ο χρόνος πίσω.Κι ήμουν παιδί.
Και ήσουν «όλα».
Και μετά «κάτι».
Και δεν είσαι τίποτα.
Ή είσαι παιχνιδάκι.
Ναι, αυτό είσαι πια.
Ούτε εγώ θυμάμαι πόσο μικρή ήμουν.
Τα χρόνια είναι χάσμα.
Δε γεφυρώνεται.
Και πέρασαν πολλά.
Χρόνια και χάσματα.
Και χαλάσματα που έγιναν κτίσματα.
Και εσύ μου λες «Come as you are».
Κι εγώ γελάω με ‘σένα.
Κι ας σέβομαι την παλιά παρουσία σου.
Κι ας σε αποκαλώ ακόμα "εμπνευστή".
Το μπαλόνι ξεφούσκωσε.
...Αλλά επέστρεψε.
......................................................
Κράτησέ με μακριά από τα «ποτέ» και τα «πάντα».
Κράτησέ με λογική.
Ενίοτε «δίχως λογική».
Κράτησέ με στη στιγμή.
Μπάσε με μέσα.
Μέρες σκεφτόμουν ποιές είναι αυτές οι στιγμές που έχουν την ικανότητα να με βουτήξουν μέσα τους, να με βγάλουν από τον ρόλο του παρατηρητή, να με πνίξουν.
Τις βρήκα.
Τις άθροισα.
Με βρήκα εκεί.
Ζωντανή.
Και γεμάτη.
Το ένα μπαλόνι στα χέρια.
Περίεργο.
Το άλλο στα πόδια.
Περίεργο.
Κι η καρδιά μπαλόνι.
Πιο περίεργο.
Αλλά οι Στέρεο Νόβα τα λένε καλύτερα.
«Μέσα από ‘σένα είδα εμένα.»
Κι αυτή η παρένθεση:
«σαν αεροπλάνο πετά και μας εγκαταλείπει
[η χαρά ποτέ]».
Η «χαρά ποτέ» δεν μας εγκαταλείπει θέλει να πει;Εγώ αυτό θέλω να πω.
Τα παραμύθια μωρέ.
Αυτά τα γήινα, τα όμορφα.
Τα μπαλόνια.
Αντανακλάσεις.
Πάρε ένα γέλιο...
Καν’το αντανάκλαση.
Θα διαρκέσει λίγο παραπάνω.
Λίγο περισσότερο από το «τώρα».
Πάρε κι ένα φιλί.
«Εμείς έχουμε αλλιώτικο νόμο…»
Υ.Γ Με σιγουριά στο λέω. Σημασία δεν έχει τί τραγούδι θες να ακούσεις. Αλλά τί τραγούδι χρειάζεσαι. Αυτό που χρειάζεσαι έρχεται και σε βρίσκει. Μόνο του. Σαν αυτό που ακούγεται.
Υ.Γ 2 Χρύσα, ευχαριστώ...! Στο χρωστάω και από εδώ...!
Υ.Γ 2 Χρύσα, ευχαριστώ...! Στο χρωστάω και από εδώ...!