Κοιταζόμαστε.
Τα πρόσωπα ηρεμούν.
Χαμογελούν.
Μετα αγριεύουν.
Βγαίνουν τα νύχια.
Και οι λέξεις, οι ανήμερες.
Μετά αγκαλιά.
Και μετά χειραψία.
Η ανάποδη διαδικασία.
Θα σωπαίνουμε κάθε φορά που θα θέλουμε να μιλήσουμε.
Και θα μιλάμε κάθε φορά που θα πρέπει να σωπάσουμε.
Θα το ονομάσουμε κανόνα και θα μας ονομάσουμε εξαιρέσεις.
Πάντα βολεύει το να νιώθεις εξαίρεση.
Εσύ το ονόμασες «αναμονή» κι εγώ «παγίδα».
Εγώ το ονόμασα «ψέμα», εσύ «σωτηρία».
Κι οι δύο αποκλείσαμε τη λέξη «αλήθεια».
Την κόψαμε στη μέση.
Εσύ πήρες το "α-" το στερητικό κι εγώ τη "λήθη".
Έτσι, τη χωρίσαμε τη λεξούλα αυτή και κανείς μας δεν την πήρε αυτούσια.
Ώρες-ώρες χάνεται το βλέμμα σε κάτι ουρανούς καταγάλανους με σκόρπια σύννεφα σα να τους μουτζουρώνουν.
Έχει μια δόση ευτυχίας αυτή η μουτζούρα.
Νιώθεις ότι μπορείς να παρέμβεις σε κάτι.
Μουτζουρώνεις την ομορφιά.
Με ευχαρίστηση και τύψεις.
Και είναι το μυαλό μου κολλάζ σκέψεων.
Όλα τα χρώματα εκεί.
Και από πάνω μια μουτζούρα τρόμου.
Τη θυμάσαι αυτήν την παιδική κίνηση που πέφτεις κάτω και κρύβεις μέσα στα χέρια σου το πρόσωπό σου;
Πόσο μικρός νιώθεις;
Και μετά, σηκώνεσαι, ορθώνεις το ανάστημά σου μπροστά στη λογική σου, να μετρηθείτε, να δεις ποιος είναι πιο ψηλός, ανεβαίνεις στη σκάλα, τη χάρτινη, ξαναπέφτεις, ξανακρύβεσαι και ξανασηκώνεσαι, αυτή τη φορά όχι για να μετρηθείς με τη λογική σου, αλλά για να μετρηθείς με τη ζωή σου.
Χαστούκι ή αγκαλιά εκεί;
Παίρνω κάθε μου αντανάκλαση, την κολλάω στον τοίχο, φτιάχνω ένα δωμάτιο με ένα σωρό καθρέφτες, με ένα σωρό ανθρώπους, με ένα σωρό «εγώ», και τους παρατηρώ όλους.
Και καθόλου δεν ισχύει το «είμαι».
Αν χωρίσω τους καθρέφτες σε ομάδες, θα δεις τις αντιφάσεις.
Για τη μία ομάδα «είμαι», για την άλλη «δεν είμαι».
«είμαι ένα σκυλί που γαβγίζει στα αστέρια».
Κι ο ένας αναιρεί τον άλλον.
Κι η λογική μου διασπάται στους καθρέπτες.
Θρυμματίζεται.
Τη διασπούν χέρια, λέξεις, αισθήσεις.
Κι εγώ δεν σπάω.
Δεν είμαι καθρέφτης.
Είμαι όλοι αυτοί μαζί.
Όχι σπασμένοι.
Ολόκληροι.
Φέγγεις από μακριά και κουκουλώνομαι.
Και πάω πιο μακριά, αντίθετα πια, να παίξω με μια θάλασσα.
Κι η θάλασσα γεννά μια άλλη αντανάκλαση.
Κι η αντανάκλαση γεννά ένα άλλο μονοπάτι.
Και κάνω τις λέξεις μονοπάτι, πατάω πάνω τους,
Δεν έχω χέρια, δεν έχω μάτια, δεν έχω αφτιά.
Καρδιά έχω.
Μυαλό έχω.
Μυαλό που νιώθει και καρδιά που σκέφτεται.
Και αντιδρούν και τα δύο κλωτσώντας τη θάλασσα.
Βρέχονται οι λέξεις μου.
Βρέχονται τα χείλια μου.
Πίνω στην υγειά του μέλλοντος και μια μουτζούρα ακόμα στέκεται πάνω από το κεφάλι μου να επισκιάσει τις θολές έννοιες του «έρωτα», του «τώρα», της «ζωής».
Κι έσπασε το σχοινάκι που κρατούσε τον ήλιο ψηλά.
Μεγάλο το βάρος.
Μεγάλη η ευθύνη να φωτίζεις.
Μεγάλη η ευθύνη να φωτίζεις τη γη.
Μεγάλη η ευθύνη να σκοτεινιάζεις.
Μεγάλο το βάρος.
Κι ο ήλιος, μπαλόνι.
Πάει να βρει άλλα μέρη.
Άλλο σύμπαν.
Πιο αθώο.
Φωτεινό χωρίς τη συμβολή του.
Δεν θέλει να είναι απαραίτητος.
Δεν αντέχει τις ευθύνες.
Σαν λεπτά μοιάζουν τα χρόνια.
Κι εκείνα τα λεπτά, θυμάσαι;
Θέλαμε να κρατήσουν χρόνια.
Και σταματήσαμε τα ρολόγια μας.
Κι είπαμε να καταργήσουμε τον χρόνο.
Να καταργήσουμε τις ιδιότητες.
Εσύ είπες να το ονομάσουμε «στιγμή του Ποτέ».
Εγώ σου είπα να το ονομάσουμε «στιγμή του Πάντα».
Τελικά κράτησα τη δική σου εκδοχή.
Κι εσύ τη δική μου.
Χρειάζεσαι παραμύθια.
Εγώ χρειάζομαι αλήθεια.
Δεν θέλω τα σύννεφα για ταξίδια.
Έχω το μυαλό μου γι’αυτά.
Δεν θέλω παραμύθι για καληνύχτα.
Ο στόχος μου είναι να με καληνυχτίζει η συνείδησή μου.
Ήρεμα και γλυκά.
Καπνίζεις ήρεμα-ήρεμα το τσιγάρο σου και χαμογελάς στην καύτρα.
Έχεις την ασφάλεια της απόστασης.
Φοβερή ασφάλεια.
Δεν φοβάσαι.
Δεν σαστίζεις.
Δεν χρειάζεται να μπεις στη διαδικασία να διαχειριστείς το μυαλό και το συναίσθημα.
Ξέρεις ότι δεν θα σε φτάσει.
Θα σας χωρίζει αυτό το φίλτρο.
Εκτός κι αν θελήσεις να στρέψεις το τσιγάρο προς το μέρος σου.
Ή προς το δικό μου.
Συνεχίζω να διαλέγω.
Να νομίζουν πως διαλέγω.
Να νομίζω πως δεν διαλέγω.
Να χαμογελώ.
Να νομίζουν πως δεν χαμογελώ.
Μετά να (χαμο)γελάω με τις επιλογές μου
Και γυρίζω τον χρόνο πίσω.
365 ημέρες, περίπου, πίσω.
Σε θυμάμαι να στέκεσαι δίπλα μου.
Να κοιτάς τον ουρανό, να σηκώνεις ψηλά το χέρι σου και να μου δείχνεις με το δάχτυλο έναν αστερισμό ρωτώντας με αν ξέρω ποιός είναι.
Χαμογελούσα και σου κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
Το θυμάσαι;
(Χαμογελούσα με τον ίδιο τρόπο που χαμογελάω όταν παρατηρώ τον ανιψιό μου.)
Δεν σου είπα ποτέ ότι αυτή ήταν από τις πιο γλυκές εικόνες που έχω δει.
Εσύ παιδί, να κοιτάς τα αστέρια, κι εγώ παιδί να κοιτάζω εσένα.
Όλη η ομορφιά εκεί.
Παγίδα εκείνη η στιγμή.
Μεγάλη.
(κι όλο το «Perfect day» του Lou Reed κλειδώθηκε εκεί.)
Σε έννοιες άσκοπες χάσαμε το σκοπό.
Σε συμπεριφορές φτιαγμένες χάσαμε τους εαυτούς.
Στην αποβολή της λογικής τη στιγμή που έπρεπε να την ακολουθούμε πιστά, χάσαμε την ουσία.
Δεν σε τραβάει ο δρόμος.
Εσύ το βάζεις στα πόδια.
Και δεν έχω προσδιορίσει αν τρομάζω ή θυμώνω.
Ούτε έχω προσδιορίσει το «γιατί».
Και δεν θα μπω στον κόπο.
Ούτε τα συμπεράσματα, ούτε οι υποθέσεις μου αρκούν.
Σαφέστατη η στάση μου απέναντι στον άνθρωπο.
Ασαφής η δική σου.
Συνεχίζω να αγκαλιάζω, ακόμα κι αν δεν αγγίζω.
Βλέπω τη λογική μου να συνάπτει χειραψία με το συναίσθημα και το σταμάταω.
Τα τυπικά δεν τα θέλω.
Τα τείχη κι η άμυνα χάρισμά σου.
Ναι, δικά σου.
Με ασφάλεια απόστασης ή χωρίς.
Διάλεξε στάση και ακολούθησέ τη, άνθρωπε.
Θαύματα τα ονομάζω όλα.
Όλα όσα…
Και όταν κλείνει το φως, ανοίγω τα μάτια και τα βλέπω όλα καλύτερα.
Το φως ρίχνει λέξεις άσκοπες.
Οι λέξεις ρίχνουν σκοτάδι.
Και το σκοτάδι δημιουργεί μια σιωπή πιο αληθινή.
Με σκοπό.
Και δεν κοπιάζω να εξηγήσω σε ‘σένα.
Κοπιάζω να εξηγήσω σε ‘μένα.
Δε μ’αρέσουν οι μεταβάσεις μεγάλης διάρκειας.
Θέλω βήμα και αλλαγη.
Θέλω το πλοίο να φτάσει γρήγορα.
Με κουράσε λίγο το ταξίδι.
Με κούρασε κι αυτή η γαλήνη που κλείστηκε στο γκρίζο.
Ανάβω φωτιά να ξεπαγώσω τα φτερά και ξεπαγώνει το μυαλό μου.
Αδειάζω ό,τι ονομάζω «απορρίμματα», τα αφήνω στην άκρη και φεύγω.
Με τα παγωμένα φτερά αγκαλιά.
Και το μυαλό να καίει.
Ξαναβλέπω τον ουρανό.
Ένα θολό φεγγάρι, γεμάτο, σα σκονισμένο.
Έχει τη μαγεία του.
Νιώθεις ότι κάτι κρύβεται εκεί πίσω.
Σαν στάχτη μοιάζει.
Μια σπίθα.
Μια φωτιά.
Κι η στάχτη.
Αναγέννηση δηλώνει.
Μαγικά.
Όλα έχουν τη μαγεία τους.
Κι οι άνθρωποι πιο πολύ.
Κι οι ζωές ακόμα περισσότερο.
Ένας απίστευτος κύκλος.
Με σκέψεις που τελικά έγιναν «ζωή».
Και η ζωή πάλι υπο σκέψεις.
Αλλά όχι.
Η ζωή, ζωή είναι.
Δε χωράει σε εισαγωγικά.
Ούτε στο μυαλό.
Εκεί έξω είναι μωρέ.
Τρέχα…
Αγκάλιασέ την…
Δεν της πρέπουν οι χειραψίες…
Xειραψία
θα με κοιτούσες σα να σκότωσα το σκύλο σου;
Αν σ’ άφηνα κι εγώ να περιμένεις,
θα είχες για άλλον άνθρωπο τηλέφωνο;
Αν σ’ έβλεπα σαν πρόβατο που τρέφω για το Πάσχα,
θα μου καταλόγιζες χειρότερες προθέσεις;
Αν σε κερνούσα μπύρες και σ’ αγκάλιαζα στο τέλος,
αν σου μιλούσα όπως ήθελες και σού ’λεγα ό,τι ήθελες ν’ ακούσεις,
αν δεν καθόμουν με τις ώρες να ερμηνεύω τους θανάτους σου,
αν ήμουνα κωλόπαιδο, το τίποτα, ένα τέρας,
θα ήμουν άξιος μόνο χειραψίας, κυρία τάδε;
Αν ήμουνα παράσιτο (καφέδες στην πλατεία),
θα έκρυβα στο χέρι μου πληγή από χειραψία;
Μικρέ μου εφιάλτη, ποιος το ξέρει
αν αυτό το καλοκαίρι
αρνηθεί να μας χαρίσει
ό,τι έσωσε απ’ τη φύση
Αν η πάλη στα χωράφια
μας δώσει για έπαθλο αγκάθια,
αν τα όνειρά μας λιώσουν
και οι ελιές μας μάς προδώσουν
Αν οι θάλασσες καλέσουν
χίλιους φόβους για να παίξουν,
αν μας εκδικηθούν τα ζώα
κι αν τα παιδιά δεν είναι αθώα
Αν τελικά εγώ είμαι ο θύτης,
ο υπέρτατος αλήτης
που ένα άλλο καλοκαίρι
αντί φιλιού έδωσε το χέρι
Μα η απόρριψη το ξέρει
πως δεν υπάρχει κακός,
υπάρχει μόνο ένα χέρι
που μας σβήνει τη νύχτα το φως
Και ο γιατρός μου το ξέρει
πως για όλα φταίει αυτός
που ήταν για μένα ένα αστέρι,
ένας δεύτερος Χριστός
Μα η απόρριψη το ξέρει
πως δεν υπάρχει κακός,
υπάρχει μόνο ένα χέρι
που μας σβήνει τη νύχτα το φως
Κι ο ευεργέτης μου το ξέρει
πόσο με αγάπησε αυτός,
σαν αδερφός το μεσημέρι
και τη νύχτα σαν θεός
ΚΟΡΕ.ΥΔΡΟ