Χάραζε όταν έμαθα ότι υπάρχει το «πρέπει»
και το «δεν πρέπει».
και το «δεν πρέπει».
Χάραζα εγώ.
Χαράχτηκα.
Επαναστάτησα.
Φώναξα.
Και χάραξε.
Έπρεπε να χαράξει.
Έπρεπε να μάθω το «δεν πρέπει».
Και δεν είχε όση σημασία φαντάζεσαι.
Το «θέλω» μου ήταν πάντα ισχυρό.
Πιο ισχυρό από το «δεν θέλω» μου,
μα λιγότερο ηχηρό.
μα λιγότερο ηχηρό.
Κανένα «θέλω» όμως δεν ξεπερνάει ένα «πρέπει».
Ένα «πρέπει» σχεδόν επιβεβλημένο.
Και πήρε να βραδιάζει.
Μέσα μου είχα ήδη βραδιάσει.
Έχει την ομορφιά του το βράδυ.
Έχει το μυστήριό του.
Κι ήταν βράδυ όταν έμαθα το «μπορώ».
Κι ήταν μεσάνυχτα όταν ένιωσα το «δεν μπορώ».
Και αποφάσισα να τα ισορροπήσω.
Τα «πρέπει», τα «θέλω», τα «μπορώ» με τα «δεν», .
Είναι ωραία η ισορροπία.
Αλλά εκεί, στην άκρη, στο μικρό λάθος, στο μικρό παραπάτημα, μπορεί να στερηθείς την ισορροπία σου…
Εκεί τη χάνεις.
Τη σιγουριά της γνώσης.
Η σιγουριά της άγνοιας υπάρχει μόνο.
Και το ανακάτεμα.
Η στιγμή.
Αυτή που αφήνεσαι.
Στην άγνοια.
Στην αν-ισορροπία.
Την αν-ασφάλεια.
Την αν-επάρκεια.
(υποθετικά όλα τα «αν», ε;)
Ήθελα πάντα τάξη στο μυαλό μου.
Ήθελα πάντα τάξη στο σύμπαν μου.
Κατά καιρούς την καταφέρνω.
Το σύμπαν μας, το μυαλό μας δεν είναι;
Σχεδόν.
Θέλω ένα άλλο σύμπαν.
Χωρίς ταυτότητες.
Με πνίγει αυτό.
Μου στερεί.
Κι εσένα σου στερεί.
Και δεν καταλαβαίνω.
Απλώς αφήνομαι…
Στη μικρή στιγμή.
Και απαλλάσσομαι από αυτό το σύμπαν.
Απαλλάσσομαι από το μυαλό μου.
Από τη λογική που παιδεύτηκα να βρω και να κρατήσω.
Για μια στιγμή μόνο.
Την κατακερματίζω.
Την πατάω.
Τη ρίχνω στα σκουπίδια
Μόνο μια στιγμή είναι.
Μόνο μια βουτιά είναι.
Μια βουτιά δευτερολέπτου.
Δεν προλαβαίνεις ούτε να σκεφτείς.
Ούτε να συνειδητοποιήσεις ότι βουτάς.
Κι όταν βγεις από το νερό είσαι βρεγμένος.
Εκεί καταλαβαίνεις ότι βούτηξες.
Και προσπαθείς να στεγνώσεις.
Όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Να μη συνηθίσεις την υγρασία.
Να μη συνηθίσεις τίποτα.
«Μην», «δεν», με κούρασαν.
Επαναστατώ τόσο σιωπηλά γι’αυτά που δεν αλλάζουν.
Τα βλέπεις τα «δεν»;
Δεν τα θέλω, αλλά δεν μπορώ.
Μαζεμένα «δεν».
Δεν τα γουστάρω ρε.
Δεν τα θέλω.
Δεν μου αρέσουν.
Δεν τα αντέχω.
Πάρε τα «δεν» μου, πάρε και τα δικά σου και κανε συλλογή.
Με δεν-εις με «δεν».
Δεν δεν-ομαι.
Λεκτική επανάσταση.
Λεκτικός θάνατος.
Λεκτική ανάσταση.
Για τα «δεν» που μας στοιχειώνουν.
Τα «δεν πρέπει»,
Τα «δεν θέλω»,
Τα «δεν μπορώ»
Που κάποια στιγμή καταλήγουν στο «δεν πειράζει».
Μισοκοιμισμένα, μετά ξεχασμένα…μετά, δεν έχει τίποτα μετά.
Κατάληξη συμβιβασμού το "δεν πειράζει".
Κατάληξη συμβιβασμού το "δεν πειράζει".
Και τώρα πάλι χαράζει…
(Και τραγουδάω συνεχώς αυτό:
«…Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
να σ' αγκαλιάσω να μ' αγκαλιάσεις
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
να σ' αγκαλιάσω να μ' αγκαλιάσεις
να ξεγελιέσαι, να ξεγελιέμαι…»)
ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ
Δεν πειράζει,δεν πειράζει
αν δε θες να μου μιλάς
αν κρυφά μόνο κοιτάζεις
κι όλο μούτρα μου κρατάς.
αν δε θες να μου μιλάς
αν κρυφά μόνο κοιτάζεις
κι όλο μούτρα μου κρατάς.
Μη σε νοιάζει, μη σε νοιάζει
δε θα σπάσει το σχοινί
δε θα σπάσει το σχοινί
σαν παιχνίδι να μας μοιάζει
δίχως τέλος και αρχή...
δίχως τέλος και αρχή...
Γιατί τα μάτια σου εγώ έχω φιλήσει
στην αγκαλιά σου η καρδιά μου εχει σβήσει
κι οι δυο μας πήγαμε σε όνειρα μετάξι
μαζί σου αγάπη μου εγώ έχω πετάξει
στην αγκαλιά σου η καρδιά μου εχει σβήσει
κι οι δυο μας πήγαμε σε όνειρα μετάξι
μαζί σου αγάπη μου εγώ έχω πετάξει
Δεν πειράζει, δεν πειράζει
όταν φτάνω κι ειν' αργά
ούτε θέλω να τρομάζεις
όταν ζούμε χωριστά
όταν φτάνω κι ειν' αργά
ούτε θέλω να τρομάζεις
όταν ζούμε χωριστά
Μη σε νοιάζει, μη σε νοιάζει
άμα λείπει το φιλί
σαν παιχνίδι να μας μοιάζει
πάμε πάλι απ την αρχή
άμα λείπει το φιλί
σαν παιχνίδι να μας μοιάζει
πάμε πάλι απ την αρχή
...Δεν αντέχω άλλο, έλα,
έλα πάρε με αγκαλιά
να πεθάνουμε στα γέλια
να 'ναι πάλι όπως παλιά...
Οδυσσέας Τσάκαλος