Θα ξυπνήσω αγκαλιά με μια άνοιξη.
Θα μου φορέσει χρώματα και χαμόγελα.
Θα θέσει όρια: από εδώ και πέρα.
Κι η «έρημος» της Τανάγρη σάουντρακ στα αφτιά.
Δεν την είχα προσέξει την αλήθεια του.
Του τραγουδιού εννοώ.
Και κοίτα που ήρθε πάνω στην ώρα.
«Όπως θα μπαίνει άνοιξη».
Όπως τελειώνει ο χειμώνας δηλαδή.
Όπως τελειώνει κι όπως αρχίζει.
Να η ισορροπία.
Σαν την ακολουθία των εποχών.
Κι όχι πως τα λουλούδια θα ανθίσουν ξαφνικά.
Το θέμα είναι να τα αναζητήσουν τα μάτια.
Να εστιάσουν εκεί.
Κι όχι πως δεν τα έψαχναν.
(Αν το μυαλό σου είναι φτιαγμένο για αναζήτηση…)
Αλλά μάτια είναι, ό,τι θέλουν κάνουν.
Κι ό,τι θες τα κάνεις.
Όρια-όρια-όρια.
«Συνέχεια στα όρια».
Παρατάσεις.
Η «παράταση» απ’την «παραίτηση» απέχει ένα γιώτα κι έναν τόνο.
Οι πολλές παρατάσεις οδηγούν στην παραίτηση.
Ακολουθία.
Τα όρια παίρνουν παράταση.
Έτσι γουστάρουν.
Κι άλλη παράταση.
Γιατί μπορούν.
Γιατί μπορείς.
Γιατί μπορείς να τα κάνεις να μπορούν.
Και μετά παραίτηση.
Γιατί μπορούν.
Γιατί μπόρεσες.
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ηλίθιοι.
Αν κοιταχτείς προσεκτικά στον καθρέφτη θα το δεις.
Παίζουμε.
Παιδικά και ηλίθια.
Και καμιά φορά ενηλικιωνόμαστε και ζητάμε προορισμούς.
Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη γαμώτο.
Άλλο «ζητάω», άλλο «διεκδικώ» και άλλο «κάνω την πάπια».
Προορισμό.
Πορεία με λόγο.
Και μετά δημιουργείται «απορία».
(Κι η λέξη αυτή πάντα μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα και τη φωνή του εμπνευστή να λέει: «-α στερητικό και «πόρος», δηλαδή δεν υπάρχει πέρασμα».)
Αδιέξοδο.
Τέλμα.
Με πόσες λέξεις γίνεται κατανοητό;
Είμαστε απορίες.
Σε κοιτάζω απορημένη.
Σε ακούω απορημένη.
Έχω απορίες.
Είμαι απορία.
Η χωρίς λογο πορεία είναι ένα χαμένο παιχνίδι, να το ξέρεις.
Αμοιβαία χαμένο.
Σαν να ξεκινάς μια παρτίδα χαρτιά και μετά να φυσάει αέρας και να χάνεις τα φύλλα.
Ή να εισβάλει κάποιος και να στα κάνει άνω-κάτω.
Ξόδεμα χρόνου.
Παίζεις, διασκεδάζεις, στοπ.
Έλα, πες την αλήθεια, στα παιχνίδια παίζεις έχοντας στο μυαλό σου ότι μπορεί και να κερδίσεις.
Θέλει ρίσκο το παιχνίδι.
Θέλει και να θες.
Θέλει και περισσότερους από έναν.
Θέλει και α…ντοχές.
Και α…ρχή-μέση-τέλος.
Και α…λήθεια θέλει.
Και α...ρχίδια θέλει.
(και αν θες πάτα -χ- και διάβασε κότσια. Για τον καθωσπρεπισμό που σου αναλογεί. Η βαρύτητα των γραμμάτων. Η βαρύτητα των εννοιών.)
Η ζωή σου είναι χωρισμένη σε τομείς.
Τομέας από το «τέμνω».
Και ψάχνεις μια ισορροπία.
Κομματάκια οι τομείς.
Με βάρος.
Και βαρύτητα.
Κουβαλούν από μόνοι τους βάρος.
Τους βαραίνεις κι εσύ.
Τους δίνεις την ανάλογη αξία.
Η αξία είναι βάρος και βαραίνουν κι άλλο.
Ένα κομμάτι με ένα συγκεκριμένο βάρος.
Και πρέπει να έρθει σε μια ισορροπία με ένα άλλο κομματάκι και το βάρος που του αναλογεί.
Και με ακόμα ένα κομματάκι.
Και με πολλά ακόμα κομματάκια.
Και να φτιάξεις ένα παζλ.
Από τομείς που φέρουν ο καθείς το δικό του βάρος.
Κι εσύ τομέας είσαι στη ζωή κάποιου.
Κι εσύ βάρος φέρεις.
Και τον επιβαρύνεις.
Συστηματικά.
Το να βάλεις τα πράγματα σε τάξη είναι μια ψευδαίσθηση.
Η τάξη είναι μία ψευδαίσθηση.
Είμαστε διαφορετικοί.
Μεταξύ μας και με τον εαυτό μας.
Ορίζουμε διαφορετικά τα πράγματα.
Ορίζουμε διαφορετικά τα πράγματα κατά καιρούς.
Φέρουμε βάρη που αργότερα τους δίνουμε μια και τα πετάμε στο πρώτο εύκαιρο κενό.
Και μετά βουλιάζουμε στο πρώτο εύκαιρο κενό.
Και μετά δημιουργούμε κενό στο πρώτο εύκαιρο γέμισμα.
Και όσο κι αν με ιντριγκάρει η λέξη «ευκαιρία», άλλο τόσο με χαλάει η λέξη «ευκαιριακός».
Οι άνθρωποι εισπράττουν.
Ακατάπαυστα.
Λαμβάνεις ερεθισματα από παντού.
Η μία εκδοχή λέει ότι λαμβάνεις περίπου 600 ερεθίσματα την ημέρα και η άλλη εκδοχή 2000.
Γίνεσαι και ξαναγίνεσαι ό,τι είσαι κι ό,τι νομίζεις ότι δεν θα γίνεις ποτέ.
Γεννιέσαι και ξαναγεννιέσαι.
Μια συνεχής διαμόρφωση.
Κι εσύ παραμένεις κλειστός σε ηλίθιες κανονικότητες.
Κανονικές ηλιθιότητες.
Αφορισμοί.
Αν με ενοχλεί μία φορά ο "ορισμός", με ενοχλεί εκατό ο "αφορισμός".
Αν οι άνθρωποι δεν αποφασίσουν να γίνουν σαφείς θα συνεχίσουν να κολυμπάνε σε υποθέσεις και ανακρίβειες.
Μαζοχιστικά.
Σαν «νάρκισσοι αδιεξόδων».
Με γειά.
Στις πολλές χαμένες ευκαιρίες χάνεις.
Κανόνας αυτό.
Μετά συνδέεις τη λέξη «ευκαιρία» με τη λέξη «χαμένη».
Και δεν ψάχνεις καν διάγνωση: ποιος φόβος και μαλακίες;
Τι «δεν μας συγχωρώ»;
Προφανώς.
Οι μαλακίες δε συγχωρούνται.
Χαμένη ευκαιρία.
Χάσαμε.
Έχασα.
Έχασες.
Χαμένοι.
Χάσου.
Κι όσο κι αν με σαγηνεύουν οι παρατάσεις, το ρηματάκι "χάνεις" είναι από αυτά που δεν τις σηκώνουν.
Έχει τη δική του οριστικότητα.
Κι όσο κι αν με ιντριγκάρει η αοριστία, άλλο τόσο με καθησυχάζει η οριστικότητα.
Ξέρεις, χαδάκι στο κεφάλι.
Σαν ταξιδάκι με καράβι που ζαλισμένος μισοξυπνάς και ακούς «φτάσαμε».
Και να που δεν σε νοιάζει το που.
Σε νοιάζει μόνο να μη ζαλίζεσαι.
Να πατήσεις στεριά.
Και βγαίνοντας απ’το καραβάκι πετάς και στη θάλασσα μια σακούλα με λεξούλες που γράφει επάνω «άχρηστα».
Γιατί χρήσιμα δεν ήταν ποτέ.
Ό,τι δε μοιράζεται είναι άχρηστο.
Ούτε ανακυκλώσιμα είναι.
Σακουλίτσα.
Λεξούλες.
Υποθέσεις.
Ιστοριούλες.
Παιχνιδάκια.
Μαλακίες.
Και σε μπουκάλι να τα βάλεις, και να τα βρει κάποιος κάποτε, τι να τα κάνει μωρέ;
Άνοιξη.
Ας ανοίξει και το μυαλό.
Αέρα χρειάζεται.
Η άνοιξη είναι η εποχή της υπόσχεσης.
Και το «μια και καλή» δεν σου επιτρέπει παρατάσεις, ε;
Μια άνοιξη που ντύνεται υπόσχεση αρκεί να πραγματώσεις το «μια και καλή» που λέει το τραγούδι.
Γιατί καμιά φορά τα τραγούδια κουβαλούν τις δικές τους αλήθειες.
Μαζί με τις δικές μας.
Η άνοιξη
Την ώρα που κοιμάσαι τ' απογεύματα
θα σηκωθώ να φύγω πριν ξυπνήσεις
την ώρα που θα μπαίνουν στο ραδιόφωνο
του Ερυθρού Σταυρού οι αναζητήσεις.
Κι όσο κι αν πονώ όπως θα μπαίνει η άνοιξη
εγώ - δεν θα γυρίσω να κοιτάξω
κι έτσι ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη
μια και καλή θα σε ξεγράψω.
Την ώρα που κοιμάσαι τ' απογεύματα
μ' αρέσει που θα βγω με τ' άρωμα σου
την ώρα που θα παίζει στο διάδρομο
του δειλινού το φως με τα κλειδιά σου.
Άλκηστις Πρωτοψάλτη
στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου-Σταμάτης Κραουνάκης
μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Θα μου φορέσει χρώματα και χαμόγελα.
Θα θέσει όρια: από εδώ και πέρα.
Κι η «έρημος» της Τανάγρη σάουντρακ στα αφτιά.
Δεν την είχα προσέξει την αλήθεια του.
Του τραγουδιού εννοώ.
Και κοίτα που ήρθε πάνω στην ώρα.
«Όπως θα μπαίνει άνοιξη».
Όπως τελειώνει ο χειμώνας δηλαδή.
Όπως τελειώνει κι όπως αρχίζει.
Να η ισορροπία.
Σαν την ακολουθία των εποχών.
Κι όχι πως τα λουλούδια θα ανθίσουν ξαφνικά.
Το θέμα είναι να τα αναζητήσουν τα μάτια.
Να εστιάσουν εκεί.
Κι όχι πως δεν τα έψαχναν.
(Αν το μυαλό σου είναι φτιαγμένο για αναζήτηση…)
Αλλά μάτια είναι, ό,τι θέλουν κάνουν.
Κι ό,τι θες τα κάνεις.
Όρια-όρια-όρια.
«Συνέχεια στα όρια».
Παρατάσεις.
Η «παράταση» απ’την «παραίτηση» απέχει ένα γιώτα κι έναν τόνο.
Οι πολλές παρατάσεις οδηγούν στην παραίτηση.
Ακολουθία.
Τα όρια παίρνουν παράταση.
Έτσι γουστάρουν.
Κι άλλη παράταση.
Γιατί μπορούν.
Γιατί μπορείς.
Γιατί μπορείς να τα κάνεις να μπορούν.
Και μετά παραίτηση.
Γιατί μπορούν.
Γιατί μπόρεσες.
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ηλίθιοι.
Αν κοιταχτείς προσεκτικά στον καθρέφτη θα το δεις.
Παίζουμε.
Παιδικά και ηλίθια.
Και καμιά φορά ενηλικιωνόμαστε και ζητάμε προορισμούς.
Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη γαμώτο.
Άλλο «ζητάω», άλλο «διεκδικώ» και άλλο «κάνω την πάπια».
Προορισμό.
Πορεία με λόγο.
Και μετά δημιουργείται «απορία».
(Κι η λέξη αυτή πάντα μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα και τη φωνή του εμπνευστή να λέει: «-α στερητικό και «πόρος», δηλαδή δεν υπάρχει πέρασμα».)
Αδιέξοδο.
Τέλμα.
Με πόσες λέξεις γίνεται κατανοητό;
Είμαστε απορίες.
Σε κοιτάζω απορημένη.
Σε ακούω απορημένη.
Έχω απορίες.
Είμαι απορία.
Η χωρίς λογο πορεία είναι ένα χαμένο παιχνίδι, να το ξέρεις.
Αμοιβαία χαμένο.
Σαν να ξεκινάς μια παρτίδα χαρτιά και μετά να φυσάει αέρας και να χάνεις τα φύλλα.
Ή να εισβάλει κάποιος και να στα κάνει άνω-κάτω.
Ξόδεμα χρόνου.
Παίζεις, διασκεδάζεις, στοπ.
Έλα, πες την αλήθεια, στα παιχνίδια παίζεις έχοντας στο μυαλό σου ότι μπορεί και να κερδίσεις.
Θέλει ρίσκο το παιχνίδι.
Θέλει και να θες.
Θέλει και περισσότερους από έναν.
Θέλει και α…ντοχές.
Και α…ρχή-μέση-τέλος.
Και α…λήθεια θέλει.
Και α...ρχίδια θέλει.
(και αν θες πάτα -χ- και διάβασε κότσια. Για τον καθωσπρεπισμό που σου αναλογεί. Η βαρύτητα των γραμμάτων. Η βαρύτητα των εννοιών.)
Η ζωή σου είναι χωρισμένη σε τομείς.
Τομέας από το «τέμνω».
Και ψάχνεις μια ισορροπία.
Κομματάκια οι τομείς.
Με βάρος.
Και βαρύτητα.
Κουβαλούν από μόνοι τους βάρος.
Τους βαραίνεις κι εσύ.
Τους δίνεις την ανάλογη αξία.
Η αξία είναι βάρος και βαραίνουν κι άλλο.
Ένα κομμάτι με ένα συγκεκριμένο βάρος.
Και πρέπει να έρθει σε μια ισορροπία με ένα άλλο κομματάκι και το βάρος που του αναλογεί.
Και με ακόμα ένα κομματάκι.
Και με πολλά ακόμα κομματάκια.
Και να φτιάξεις ένα παζλ.
Από τομείς που φέρουν ο καθείς το δικό του βάρος.
Κι εσύ τομέας είσαι στη ζωή κάποιου.
Κι εσύ βάρος φέρεις.
Και τον επιβαρύνεις.
Συστηματικά.
Το να βάλεις τα πράγματα σε τάξη είναι μια ψευδαίσθηση.
Η τάξη είναι μία ψευδαίσθηση.
Είμαστε διαφορετικοί.
Μεταξύ μας και με τον εαυτό μας.
Ορίζουμε διαφορετικά τα πράγματα.
Ορίζουμε διαφορετικά τα πράγματα κατά καιρούς.
Φέρουμε βάρη που αργότερα τους δίνουμε μια και τα πετάμε στο πρώτο εύκαιρο κενό.
Και μετά βουλιάζουμε στο πρώτο εύκαιρο κενό.
Και μετά δημιουργούμε κενό στο πρώτο εύκαιρο γέμισμα.
Και όσο κι αν με ιντριγκάρει η λέξη «ευκαιρία», άλλο τόσο με χαλάει η λέξη «ευκαιριακός».
Οι άνθρωποι εισπράττουν.
Ακατάπαυστα.
Λαμβάνεις ερεθισματα από παντού.
Η μία εκδοχή λέει ότι λαμβάνεις περίπου 600 ερεθίσματα την ημέρα και η άλλη εκδοχή 2000.
Γίνεσαι και ξαναγίνεσαι ό,τι είσαι κι ό,τι νομίζεις ότι δεν θα γίνεις ποτέ.
Γεννιέσαι και ξαναγεννιέσαι.
Μια συνεχής διαμόρφωση.
Κι εσύ παραμένεις κλειστός σε ηλίθιες κανονικότητες.
Κανονικές ηλιθιότητες.
Αφορισμοί.
Αν με ενοχλεί μία φορά ο "ορισμός", με ενοχλεί εκατό ο "αφορισμός".
Αν οι άνθρωποι δεν αποφασίσουν να γίνουν σαφείς θα συνεχίσουν να κολυμπάνε σε υποθέσεις και ανακρίβειες.
Μαζοχιστικά.
Σαν «νάρκισσοι αδιεξόδων».
Με γειά.
Στις πολλές χαμένες ευκαιρίες χάνεις.
Κανόνας αυτό.
Μετά συνδέεις τη λέξη «ευκαιρία» με τη λέξη «χαμένη».
Και δεν ψάχνεις καν διάγνωση: ποιος φόβος και μαλακίες;
Τι «δεν μας συγχωρώ»;
Προφανώς.
Οι μαλακίες δε συγχωρούνται.
Χαμένη ευκαιρία.
Χάσαμε.
Έχασα.
Έχασες.
Χαμένοι.
Χάσου.
Κι όσο κι αν με σαγηνεύουν οι παρατάσεις, το ρηματάκι "χάνεις" είναι από αυτά που δεν τις σηκώνουν.
Έχει τη δική του οριστικότητα.
Κι όσο κι αν με ιντριγκάρει η αοριστία, άλλο τόσο με καθησυχάζει η οριστικότητα.
Ξέρεις, χαδάκι στο κεφάλι.
Σαν ταξιδάκι με καράβι που ζαλισμένος μισοξυπνάς και ακούς «φτάσαμε».
Και να που δεν σε νοιάζει το που.
Σε νοιάζει μόνο να μη ζαλίζεσαι.
Να πατήσεις στεριά.
Και βγαίνοντας απ’το καραβάκι πετάς και στη θάλασσα μια σακούλα με λεξούλες που γράφει επάνω «άχρηστα».
Γιατί χρήσιμα δεν ήταν ποτέ.
Ό,τι δε μοιράζεται είναι άχρηστο.
Ούτε ανακυκλώσιμα είναι.
Σακουλίτσα.
Λεξούλες.
Υποθέσεις.
Ιστοριούλες.
Παιχνιδάκια.
Μαλακίες.
Και σε μπουκάλι να τα βάλεις, και να τα βρει κάποιος κάποτε, τι να τα κάνει μωρέ;
Άνοιξη.
Ας ανοίξει και το μυαλό.
Αέρα χρειάζεται.
Η άνοιξη είναι η εποχή της υπόσχεσης.
Και το «μια και καλή» δεν σου επιτρέπει παρατάσεις, ε;
Μια άνοιξη που ντύνεται υπόσχεση αρκεί να πραγματώσεις το «μια και καλή» που λέει το τραγούδι.
Γιατί καμιά φορά τα τραγούδια κουβαλούν τις δικές τους αλήθειες.
Μαζί με τις δικές μας.
Η άνοιξη
Την ώρα που κοιμάσαι τ' απογεύματα
θα σηκωθώ να φύγω πριν ξυπνήσεις
την ώρα που θα μπαίνουν στο ραδιόφωνο
του Ερυθρού Σταυρού οι αναζητήσεις.
Κι όσο κι αν πονώ όπως θα μπαίνει η άνοιξη
εγώ - δεν θα γυρίσω να κοιτάξω
κι έτσι ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη
μια και καλή θα σε ξεγράψω.
Την ώρα που κοιμάσαι τ' απογεύματα
μ' αρέσει που θα βγω με τ' άρωμα σου
την ώρα που θα παίζει στο διάδρομο
του δειλινού το φως με τα κλειδιά σου.
Άλκηστις Πρωτοψάλτη
στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου-Σταμάτης Κραουνάκης
μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης