Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

"Συνέχεια στα Όρια..."

Η ζωή ώρες-ώρες είναι σαν μια ανορθόγραφη ερωτική εξομολόγηση.

Όρια.
«Οριάνθρωποι».
Θα έχεις συναντήσει τέτοιους.
Θα έχεις γίνει τέτοιος.
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αγκαλιά όρια,
και όρια που έχουν αγκαλιά ανθρώπους.
Θα έχεις ζήσει με όρια.
Μπορεί και να ζεις ακόμα.
Όλοι έχουν όρια.
Και τα όρια έχουν ανθρώπους.
Άμυνες χιλιομέτρων.
Κανόνες απαράβατους.
Πόρτες να ξεκλειδώσεις.
Που η πρόθεση δε μετράει.
Που το κλειδί σκούριασε.
Που το μυαλό σκούριασε.
Που η πρόθεση σκούριασε.
Τα όρια δεσμεύουν προθέσεις.
Τα όρια δεσμεύουν ανθρώπους.
Τα όρια είναι δεσμά.
Αλλά δεσμεύουν και ‘σένα.
Σε δεσμεύεις.
Άλλο ορίζω, άλλο περιορίζω.

Καμιά φορά νιώθεις τόσο αυτόνομος που δεν έχεις ανάγκη από ανάγκη.
Μετά η ανάγκη γίνεται ένα τέρας.
Μετά γίνεσαι εσύ τέρας.
Και συμφιλιώνεσαι:
με την ανάγκη και με το τέρας.

Διανύεις την ανηφορίτσα.
Σαν στρατιώτης.
Οπλισμένος.
Θα σου έχει τύχει.
Καθορισμένες προτεραιότητες.
Βήμα δυνατό.
Και κάπου-κάπου ανοίγεις τα μάτια σου:
Τα πράγματα δεν χρειάζεται πάντα να τα ξεδιαλύνεις εσύ.
Υπάρχει κι αυτό το σύμπαν που κάνει ό,τι γουστάρει.
Που βάζει τις ταμπελίτσες ύπουλα:
«Σημαντικό»-«Ασήμαντο».
Και δεν παίρνεις χαμπάρι.
Διαμορφώνεται η ζωή.
Ηρεμεί το μυαλό.
Και δεν παίρνεις χαμπάρι.

Το σύμπαν είναι γελοίο.
Η τύχη είναι γελοία.
Το αντίθετο του «τυχαίου» δεν είναι το «μοιραίο».
Είναι το ατυχές.

Σου έχω πει πόσο βαριέμαι τους ανθρώπους που έχουν να πουν πάντα κάτι περισσότερο από αυτό που χρειάζεται;
Έχεις σκεφτεί ποτέ τι χρειάζεται να πεις ή να κάνεις;
Όχι «τι πρέπει».
Ούτε «τι θέλεις».
Τι χρειάζεται.
Τι χρειάζονται οι άνθρωποι.
Στην αρχή χρειάζονται.
Μετά προκύπτει ανάγκη.
Κι αυτό το μέτρο, δεν το θέτεις εσύ.
Το μέτρο τίθεται συμπαντικά.
Συμπαντικό όριο.

Περίεργο το «με νοιάζει».
Στην αρχή «σε νοιάζει».
Και δεν σε νοιάζει που «σε νοιάζει».
Μετά «δεν σε νοιάζει».
Μετά σε νοιάζει που «δεν σε νοιάζει».
Δεν είναι περίεργο αυτό το στάδιο;
Που απορείς.
Χθες με ένοιαζε.
Σήμερα γιατί δε με νοιάζει;
Τα γαμωερεθίσματα είναι ύπουλα.
Δεν είναι καν αντιληπτά.
Οι άνθρωποι αλλάζουν θέσεις.
Και δεν το αντιλαμβάνεσαι.
Το μυαλό σε χειρίζεται.
Και μετά χειρίζεται και το συναίσθημα.
Και μετά, ξυπνάς ένα πρωί και έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα «δε με νοιάζει».
Και σε ενοχλεί.
Γιατί θα έπρεπε να σε νοιάζει.
Κουβεντούλες στον καθρέφτη.

Πιάσε την ανάγκη από τα μαλλιά.
Και κοίτα την.
Ψαξ΄την.
Σεβάσου την.
Από κάπου γεννήθηκε.
Από κάπου γέμισε.
Κάπου θέλει να αδειάσει.
Ενδιάμεσα μπορεί και να κοιμήθηκε.
Μα αν δεν αδειάσει δεν πεθαίνει.

Κι έρχεται πριν μερικές μέρες ένα «σ’αγαπώ» δέκα χρόνια μετά.
Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά.
Όχι «σ’αγαπούσα».
Ούτε «σ’αγάπησα».
«Σ’αγαπώ».
Ενεστώτας.
Και ξέρεις ότι λέει αλήθεια.
Γιατί δεν έχει κανέναν λόγο να πει ψέματα.
Γιατί δεν έχει καμία σημασία.
Γιατί τώρα πια δεν τρομοκρατεί κανέναν.
Δεν είναι αστείο;
Είμαστε δύο άλλοι, αλλά με την ίδια διαχρονική λεξούλα.
Που δεν σε νοιάζει να το ψάξεις.
Δεν σε αφορά να βρεις ρίζες και πηγές.
Δεν σε αφορά να το ορίσεις, να το συντάξεις.
Σαν μια ανάγκη αμοιβαίως κοιμισμένη.
Πήρε το δρόμο της.
Δύο άνθρωποι -κάποτε- στα όρια.
Δέκα χρόνιά μετά δεν έχουν σημασία τα όρια.
Ποιος αφαιρεί τα όρια;
Ο χρόνος ή οι άνθρωποι;

Κάπου-κάπου επιστρέφουν οι αναφορές σου.
Κάποια πράγματα που στο παρελθόν περνούσαν από το μυαλό σου και σε τρόμαζαν, έρχονται κάποια στιγμή στη ζωή σου φυσιολογικά.
Σαν φυσικά επακόλουθα.
Σαν λεξούλα που το ρηματάκι που περιέχει, το έζησες, το ένιωσες και απλώς δηλώνεται.
Απλώς συμβαίνει.
Δεν χρειάζονται πάντα αιτίες.
Τα «σ’αγαπώ» δεν έρχονται πάντα σε μαγικά περιβάλλοντα.
Δεν είναι φτιαγμένα για ιδανικές συνθήκες.
Έρχονται όταν γουστάρουν.
Ακόμα και χρόνια μετά.
Η δύναμη του Ενεστώτα δεν έχει όρια.


Κι απ’την άλλη, ένα κομμάτι σχεδόν απροσδιόριστο.
Σαν αδυναμία απροσδιόριστα δηλωμένη.
Βολεμένη στο όριό της.
Συνέχεια στα όρια.
Με συνέπεια στα όρια.
Με συμπέρασμα.
Με ταμπέλα.
Με όλα αυτά τα «δεν» που χαϊδεύουν το μυαλό.
Με όλα αυτά που κουβαλάει ένα μυαλό.
Σε ένα άλλο σύμπαν το περιθώριο είναι το περιττό όριο.
Που το πατάς και ανοίγεις δρόμο.
Σε ένα άλλο σύμπαν δεν υπάρχουν όρια.
Δεν υπάρχουν περιορισμοί.
Οι προορισμοί οδηγούν στα επιθυμητά ταξίδια.
Σε αυτό το σύμπαν, το όριο σε καθιστά «συμπέρασμα».
Εσένα ή την ιστορία σου.
Οι άνθρωποι γίνονται συμπεράσματα.
Γίνονται στάση, αντί για συνταξιδιώτες.
Με όρια.
Με απόρροια.
Με απορία.
Με την ετυμολογική σημασία: απουσία περάσματος.

Σε αυτό το σύμπαν, οι πρώτοι έρωτες λένε «σ’αγαπώ» δέκα χρόνια μετά.
Το "ποτέ δεν θα το μάθεις" από το "πόσο πολύ σ’αγάπησα", σε βγάζει ψεύτη.

...Σε αυτό το σύμπαν υπάρχουν ιστορίες αδύναμ(ι)ες που δεν εκμεταλλεύτηκαν τις λέξεις.
Τις ευκαιρίες.
Μια αλήθεια με όρια.
Μισή αλήθεια.
Στα όρια της αλήθειας.
«Να ‘ναι μια φορά κανονικό…»
Αλλά ξέρεις κάτι;
Τα κανονικά είναι για τους κανονικούς.

Μπλέκονται οι ιστορίες.
Μπλέκονται τα όρια.

Πάντα η μεγάλη σου ιστορία θα επανέρχεται με κάτι που θα σου χρωστά.
Μια μέρα εμείς οι δύο θα ξεμείνουμε, να ξέρεις.
Από χρωστούμενα.
Από όρια μάλλον ξεμείναμε.
Γι’αυτό πιάσαμε τις αλήθειες.
Η έμπνευση έχει το όνομά σου αυθόρμητα.
Γυρίζω στα 17 και με καθησυχάζω.
"Μια μέρα εμείς οι δύο θα ξεμείνουμε και από ανείπωτα.", θέλω να μου πω.
Θέλω να γυρίσω στα 17, να μου το πω, να μου το επιβεβαιώσω και να μου επιτρέψω να βάλω τα γέλια.
Τώρα δεν έχει την ίδια πλάκα.

…Μια μέρα θα καταλάβεις ότι «δεν παρεμβάλλεται η ζωή».
Παρεμβάλλεται το όριο.
Το όριό σου γαμώτο.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι το όριο.
Είναι η επίδρασή του.
Στην αρχή παίζει με τη θέληση.
Μετά τη σκοτώνει.
Ο άνθρωπος με όρια σου δημιουργεί όρια.
"Φταίμε κι οι δυό".
Αλλά ξέρεις κάτι;
Μια μέρα θα παραδεχτώ ότι τα όριά σου με έβγαλαν από τα δικά μου όρια.
Με απεγκλώβισαν.
Πρέπει να βγεις από τα δικά σου για να συνειδητοποιήσεις ότι σε εγκλωβίζουν του άλλου.
Κι εγώ ώρες-ώρες έχω κάτι όρια από εδώ μέχρι τον ουρανό.
Συνέχεια στα όρια.
Αλλά ξέρεις κάτι;
"Στα μάτια σου θα βρίσκω έναν κόσμο..."
Δεν έχει σημασία από τι.
Ακόμα κι αν είναι από όρια.

Μια μέρα, όταν θα έχουν ξεχαστεί τα όρια, όταν δεν θα τα έχει πια κανείς ανάγκη, θύμισέ μου να σου πω ότι τα όρια υπάρχουν για να τα σπάμε…
Κι όχι για να τα ξεχνάμε και να τα θυμόμαστε.
Δυνατά κι αδύναμα όρια.

Υ.Γ   Το «συνέχεια στα όρια» ήρθε μαγικά. Όλα τα τραγούδια ήρθαν τη στιγμή που έπρεπε. "Οι Μέρες του Φωτός". Να το αγοράσεις. Θα με θυμηθείς.




Συνέχεια στα όρια

Συνέχεια στα όρια κουράζομαι κι εγώ
να σε ταξιδεύω και να ναυαγώ
κούμπωσέ με αν θες
τα 'παμε και χθες
δεν ενώνονται εύκολα οι ζωές
μπορείς να φύγεις πρώτα εσύ
μετά σ'ακολουθώ
κάποιος μένει πάντα στο βυθό
σήμερα εσύ, αύριο εγώ
τώρα όμως πρέπει να ντυθώ

Κούμπωσέ με τώρα
θα καλέσω ένα ταξί
κάποιος κάνει πάντα την αρχή
κάτσε μια στιγμή
δωσ'μου ένα φιλί
κάτι να 'χω για τη διαδρομή

Συνέχεια στα όρια λες κι είναι για κακό
να 'ναι μια φορά κανονικό
πού 'ναι τα κλειδιά
δε σου λέω γεια
όταν φεύγεις το 'χω γρουσουζιά

Κούμπωσέ με τώρα
θα καλέσω ένα ταξί
κάποιος κάνει πάντα την αρχή
σήμερα εσύ, αύριο εγώ
κάτι όμως πρέπει να σου πω

συνέχεια στα όρια
δεν έχω τι να πω
πάρε με το βράδυ
ρώτα με αν σ' αγαπώ
άλλο ένα φιλί
ήρθε το ταξί
κι όλο δυσκολεύει πιο πολύ...

Νατάσσα Μποφίλιου
στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

"Δεν έχω χρόνο μάτια μου..."

Άρνηση.
Θα σου έχει τύχει.
Να τα θες όλα επίπεδα.
Να είναι όλα ασπρόμαυρα.
Να μη σε νοιάζει το παραπέρα.
Συλλογή πληροφοριών.
Κωδικοποίηση.
Εξαγωγή συμπερασμάτων.
Τελεία.
Η ματιά αριστερά και δεξιά.
Κλεφτή ματιά προς τα εμπρός.
Προς τα πίσω ούτε κατά διάνοια.


Προσδιορισμός.
Μη σκέφτεσαι ορισμό.
Δεν τους συμπαθώ.
Προσδιορισμός.
Προφανώς και περιλαμβάνει περιορισμούς.
Αλλά μην ασχοληθείς  με αυτούς τώρα.
Άλλωστε δεν τους θέτεις μόνο εσύ.
Άλλωστε δεν τίθενται πάντα συνειδητά.


Προσδιορισμός:
«Τι περιμένεις από εμένα;»
«Τι περιμένω από εσένα;»
«Γιατί περιμένεις από εμένα;»
«Γιατί περιμένω από εσένα;»

«Περιμένεις;»
«Περιμενω;»
Πρόσεξες το «από», ε;
Όχι χωρίς «από».
Μην περιμένεις χωρίς «από».
Άτιμο πράγμα οι αναμονές.
Χάσιμο χρόνου.
Κι άντε, να πιεις έναν καφέ, να κάνεις κι ένα τσιγάρο, να ακούσεις και λίγη μουσική.
Μετά μένεις με το μυαλό και τις υποθέσεις του.
Άτιμο πράγμα οι υποθέσεις.
Παίζεις με σενάρια.
Εναλλακτικά.
Μετά δεν έχει.
Άτιμο πράγμα το «χωρίς επιλογή».
Νιώθεις τα χέρια σου άδεια.


Προσδιορισμός.
Καλό το χάος, αλλά το μυαλό δεν το αντέχει.
Θέλει τα κουτάκια του.
Θέλει να προσδιορίσει.
Να προσδιοριστεί.


Προσδιορισμός:
Η συγγνώμη δεν είναι πάντα η σύμφωνη γνώμη.
Γαμημένος εγωισμός.
Σε σέρνει από το κεφάλι.


Σχέσεις.
Προσδιορισμός.
Πες τες κι επαφές.
Πες τες και μαλακίες.
Κάποιες τις βάζεις στη συντήρηση.
Συντηρούνται με λεξούλες.
Ηλίθιες λεξούλες.
Πνιγμένες στην ασάφεια.
Σκεπασμένες.
Αν τις ξεσκεπάσεις θα δεις κάτι άλλο.
Δεν ξέρω τι.
Δεν κουβαλούν, συντηρούν.
Μην τις πεις επαφές.
Μην τις πεις αδυναμίες.
Αδύναμες να τις πεις.


Προσδιορισμός.
Συλλογή ερεθισμάτων.
Παζλ.
Βάλε εδώ.
Βγάλε από εδώ.
Πρόσθεσε εκεί.
Αφαίρεσε από εκεί.
Φτιάξαμε κρυμμένα νοήματα.
Τα νοήματα δεν χτίζουν μάτια μου.
Κενό είναι.
Κι όταν με λέξεις, πραγματικές λέξεις, πας να αφαιρέσεις, ξέρεις τι γίνεται;
Αφαιρείς την ελπίδα από το κενό.
Δεν γκρεμίζεις το κενό.
Δεν γκρεμίζεται το χάσμα.
Ή το κοιτάς απλώς, ή πας να το γεμίσεις ή γυρίζεις την πλάτη σου και λες: δεν παει στα κομμάτια;
Δεν παίζουν με τα κενά.
«Προσοχή στο κενό».
Σκέτο.
Εδώ το κενό δεν ξέρω τι ακριβώς διχοτομεί.
Εμένα από εσένα;
Την πραγματικότητα από τη φαντασία;
Εσένα από εσένα;


Ο πραγματικός κόσμος θέλει όρια.
Τα θέτει.
Τίθενται.
Τα ακολουθώ.
Απροσδιόριστα.
Γιατί δεν έχω επιλογή.
Θες μια μέρα να ξεπεράσεις τα όριά σου;
Να ξεφύγεις απ’το comme il faut σου;
Να μην έχει σημασία το εδώ μέσα, το εκεί έξω, το μετέωρο.
Να κάνεις τη σκέψη σου λέξη χωρίς ενδιάμεσες σκέψεις.
Να δώσεις μια κλωτσιά στη λογική σου μωρέ.
Να την πατήσεις κάτω.
Να τη χτυπήσεις, να τη φας, δεν ξέρω.
Το θέμα είναι να μην υπάρχει.
Λίγο.
Για 1-2 λεπτά.
Να δούμε τι θα γίνει.
Να προσδιορίσουμε δίχως λογική.
Να γίνεις άλλος.
Εσύ «χωρίς».
Δεν σε βαραίνει το όριό σου;
Να θέσω κι εγώ;
Τείνω να προσδιορίσω.
Τείνω να θέσω όρια.
Σαν κάτι να μετράει αντίστροφα και στο παρά ένα να την κάνω.
Να μη δω.
Να ένα όριο.
Να μη δω.
Να μη δεις.
Να μη δούμε.
Θέλω μια μέρα να ξεπεράσεις το όριό σου.

Τα όριά σου.

Όριο.
Κάπου-κάπου νιώθω ότι συνορεύει με την λέξη «όνειρο».
Με κάθε όνειρο.
Αν ξεπεράσεις το όριο, μπορεί να ξεπεράσεις και το όνειρο.
Αν δεν το κάνεις, κάποιο από τα δύο θα σε προσπεράσει.


Το θέμα δεν είναι να έχουμε γνώμη.
Το θέμα είναι –ακόμα κι όταν την έχουμε- να μπορούμε να την αλλάζουμε.
Να αντέχουμε.
Ή να γουστάρουμε.
Να αλλάζουμε μωρέ.
Να ανακαλύπτουμε μωρέ.
Να δοκιμάζουμε γαμώτο.
Να μπορούμε να απορρίπτουμε γαμώτο.
Να μην κάνουμε κωλοϋποθέσεις γαμώτο.
Να ξέρουμε ότι 1+1 κάνει 2 γιατί μετρήσαμε.
Όχι γιατί κάποιος μας το είπε.
Γιατί μάθαμε να μετράμε.
Γιατί δε μας πλάσαραν μια έτοιμη γνώση.
Γιατί μπορεί να φαντάζομαι αυτό που φαντάζεσαι.
Γιατί μπορεί να φαντάζεσαι αυτό που φαντάζομαι.
Γιατί η παράταση είναι γελοιότητα.
Είναι παράσταση.
Γιατί δεν ξέρω τι κερδίζω και τι κερδίζεις.
Αν…
Γιατί η άγνοια είναι ηλίθια.
Και επιτρέπει να βάλεις στο μπουκαλάκι σου ατμό.
Και ο ατμός δεν πιάνεται.
Να μετρηθούμε ρε γαμώτο.
Σαν άνθρωποι.
Που ξέρουν να χρησιμοποιούν το λόγο.
Που νιώθουν ότι ώρες-ώρες η λογική τους σπαταλάται.
Έλλειμμα λογικής.
Σαν άνθρωποι.
Που κάτι ξέρουν.
Κάτι νιώθουν.
Αλλά το βουλώνουν.
Κάνουν πίσω.
Σαν άνθρωποι.
Μικροί και αθώοι που ψάχνουν τον χαμένο θησαυρό.
Μεγάλοι και μαλάκες που ψάχνουν τον χαμένο χρόνο.
Να μάθουμε ρε γαμώτο.
Να προσδιορίσουμε.


Καμιά φορά νιώθω ότι το παρελθόν είναι κάτι που δε με αφορά.
Η ιστορία καταγράφει γεγονότα, όχι προθέσεις.
Η νοσταλγία καταγράφει μυθοπλασίες: ένα στολισμένο παρελθόν.
Η νοσταλγία είναι : «νόστος» και «άλγος».
Επιστροφή και πόνος, δηλαδή.
Δεν με αφορά.
Δεν έχω χειρότερη συζήτηση από αυτή που αφορά στο παρελθόν.
Έχω διαβολέμενη μνήμη: μπορώ να σου αρχίσω τις ιστορίες από το παρελθόν και να μην τελειώσω ποτέ.
Αλλά δε με αφορά.
Γιατί είναι εξιστόρηση γεγονότων.
Γιατί το συναίσθημα δεν εξιστορείται.
Μια ιδέα του μένει πάντα μέσα σου.
Την κουβαλάς.
Σε βοηθάει να νιώθεις.
Τους άλλους.
Κι εσένα.
Σε βοηθάει να θυμάσαι.
Αλλά δε μοιράζεται.
Το παρελθόν είναι ένα λεύκωμα, σαν αυτά που είχαμε στο δημοτικό;
«Τι εστί έρως;»
«Τι εστί αγάπη;»
Σκέψου να ρωτούσαμε πιτσιρίκια «τι εστί εαυτός»;
Θα είχε ενδιαφέρον.
Ποτέ δεν κατάλαβα την παρελθοντολαγνία.
Έχω κάνει άπειρες συζητήσεις γι’αυτό.
Και ξέρεις κάτι;
Δεν με αφορά.
Γιατί το αντίθετο της λέξης «παρόν» δεν είναι το «παρελθόν».
Είναι το «απόν».




ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΡΟΝΟ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

Για να σου κάνω νούμερα και να πουλήσω κέφι,
θέλω βροχή τα κέρματα να πέφτουνε στο ντέφι.
Εκλεισα τα περάσματα κι αμα σε παίρνει πέρνα,
μονο αγάπες μη ζητάς,
σε ένα τραγούδι κόλλησα σα γέρικη λατέρνα.

Δεν έχω χρόνο μάτια μου...δεν έχω χρόνο.
Μην ψάχνεις μες τα μάτια μου μια φλόγα να χορεύει,
το πάθος μου το έχασα και κάπου αλητεύει.

Δεν έχω χρόνο μάτια μου να ψάχνω για ελπίδες,
το πιο πολύ το έζησα,
τώρα μου μένουν τα μικρά
δυο τελευταίες αχτίδες.

Δεν έχω χρόνο μάτια μου...δεν έχω χρόνο.

Σωτηρία Λεονάρδου

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

"...Εσύ μου θύμισες πώς είναι..."

Η άνοιξη φοράει το προσωπείο μιας χαράς.
Ενός κόσμου που έχει χρώματα.
Εσύ ανέφερες τις υπέροχες αποχρώσεις του γκρίζου;
Το γκρι ταιριάζει με το ροζ.
Όμορφα και γλυκά.
Η άνοιξη είναι χείμαρρος.
Θεωρητικά αθώα.
Μια κοριτσίστικη παιδική ηλικία.
Με τα ροζ φουστανάκια και τα παπουτσάκια της.
Η άνοιξη δεν έχει την αθωότητα και την ανεμελιά του καλοκαιριού.
Έρχεται μ’ ένα έγχρωμο άλλοθι.
Σε παρασέρνει.
Και αν έχεις και λίγο ανάγκη το άλλοθι, βουτάς.
Η άνοιξη στα κάνει όλα πιο εύκολα.
Η άνοιξη σου φέρνει έναν ήλιο που δεν τον έχεις δεδομένο.
Θέλει να βγάλεις το παλτό σου.
Το ένα από τα δύο.
Ή και τα δύο.


Η άνοιξη παίζει μαζί σου.
Σου φοράει μία διάθεση.
Κι ας έχεις ανάγκη από άλλη.
Σου φέρνει έναν καθρέφτη κι έναν πίνακα:
Ο πίνακας απαριθμεί τα φάουλ.
Ο καθρέφτης σε βοηθάει να τα χωνέψεις.
Κι η άνοιξη σε παίρνει από το χέρι, σε πάει σε έναν κήπο χορεύοντας.


Η άνοιξη επιβάλλει διαθέσεις.
Μα τι ανάποδοι που είμαστε;
Ολόκληρος χειμώνας πέρασε κι ήρθε μια άνοιξη που γράφει με το πινέλο της κάτι σαν «χάσαμε».
Μετρημένα κουκιά.
Μα τι παράδοξοι που είμαστε;


Θα σου ‘χει τύχει να θες να μπεις στο κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου, ε;
Να δεις τα ζόρια του.
Να δεις τις διακλαδώσεις της σκέψης του.
Η άνοιξη φαίνεται πιτσιρίκι, αλλά δεν είναι.
Είναι γυναίκα.
Σου λέει: "άσ’το μωρέ, προσπάθησες μία-δύο-πέντε-δέκα, άσ’το."
Και την πιστεύεις.
Γιατί λέει αλήθεια.
Γιατί οι άμυνες, οι αρνήσεις, τα ψηλά τείχη, ακόμα κι αν χτίστηκαν τούβλο-τούβλο, δεν γκρεμίζονται με τον ίδιο τρόπο.
Και μπορεί να μην γκρεμίζονται καν.
Και η άνοιξη σου λέει: "και τι σε νοιάζουν οι άμυνες;
Εσύ προσπάθησες."
Και λέει αλήθεια.


Η άνοιξη σου παρέχεται αγκαλιά με μια υπόσχεση.
Σαν μπαλόνι.
Και ανά πάσα ώρα και στιγμή την ξεφουσκώνει.
Ή τη φυτρώνει στη γη.


Αν παίζαμε ηλεκτρονικά παιχνίδια θα ήταν όλα πιο εύκολα: θα είχαμε ζωές.
Επιπλέον.
Θα κλέβαμε και λίγο και δεν θα μας έβγαζε «game over» αν δεν τερματίζαμε.
Γιατί σε αυτά τα παιχνίδια τερματίζεις πάντα νικητής.
Στα άλλα, τα πραγματικά, κάνεις βόλτες ανάμεσα στις πίστες: πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά.
Βέβαια, υπάρχει και η εκδοχή να σταματήσεις στη μέση.
Κι ας έρθει άλλος να τερματίσει.
Στη μία, την κανονική, ή στις επιπλέον ζωές.
Στη μία ζωή έχεις καβάντζα την άνοιξη.
Θα σου φορέσει μια μάσκα, θα σε τυφλώσει με λίγο ήλιο και θα ξεχαστείς.
Είναι ωραια η άνοιξη.
Σε χορεύει πάνω στα χρώματά της.
Σε διαλύει μέσα στα χρώματά της.
Σε ανακατεύει μαζί με τα χρώματά της.
Σε κάνει χρώμα της.
Σε σταυρώνει.
Και σε ανασταίνει.
Σε αρρωσταίνει.
Και σε περιθάλπτει.
Έχεις ακούσει τον πληθυντικό της;
«Άνοιξες».
Δεν είναι πολύ ποιητικό;
Πόσες είναι;
Πόσες μορφές έχουν;
Σε διαλέγει η άνοιξη;
Ή τη διαλέγεις;
Σε διαλέγει να ακουμπήσεις πάνω της;
Ή τη διαλέγεις για μαξιλάρι;
Τη βλέπεις;
Την ακουμπάς;
Τη μυρίζεις;
Τη νιώθεις;
Τι νιώθεις;


Η άνοιξη σε γρατζουνάει.
Λουλουδάκι με αγκάθι.
Δοντάκια που δαγκώνουν.
Αλλά σε μπουκώνει με χρώμα.
Και το πιάνεις το λουλουδάκι.
Και το σφίγγεις και το χεράκι.
Για να αποδείξεις ότι έχεις δύναμη.
Μεγαλύτερη από αυτή της άνοιξης.
Κι αν το σφίξεις το χεράκι, χρώμα θα δεις.
Της φωτιάς.
Καίει η άνοιξη.
Σε πυρπολεί.
Σου ρίχνει τις φλόγες της.
Κι όταν γουστάρει γίνεται γκρι.
Κρύβει τον ήλιο της.
Κρύβει το βλέμμα της.
Κρύβει την αλήθεια της.
Κι εσύ την ψάχνεις.
Την αλήθεια.
Και την άνοιξη.
Λες και υπάρχει μία…αλήθεια.
Λες και υπάρχει μία…άνοιξη.


Και ξαφνικά, μέσα στον ήλιο και τα χρώματα σου πασάρει κι έναν χειμώνα.
Γιατί έτσι γουστάρει.
Σε φτιάχνει ψυχολογικά με τη ζέστη και μετά θες γάντια.
Κι ένα σκούφο για το κεφάλι σου.
Να στο κρατάει ζεστό.
Να μην ξεφύγεις από τη γραμμή σου.
Και γαμώτο, αυτή η γραμμή δεν καθορίζεται από εσένα.
Πώς γίνεται να αποφασίζει το κεφάλι σου χωρίς να σε ρωτά;
Να το κινούν λογάκια και πραξούλες ανθρώπων που το κεφάλι σου τους ακούει.
Και γαμώτο πώς καταλαβαίνεις ότι κάτι σου κοστίζει ή δεν σου κοστίζει;
Και τελικά τί θες: να σου κοστίσει ή να μη σου κοστίσει;
Και γιατί συνηθίζουμε;
Και γιατί δεν έχει απαντήσεις το κεφάλι μου;

Υπάρχουν τόσες φρασούλες συναισθηματισμών έτοιμες στο κεφάλι μας.
Σαν να υπήρχαν από πάντα.
Σαν να υπάρχει μια φόρμα που να τις περιέχει όλες και κάθε φορά κάνεις κλικ στην κατάλληλη.
Κι αν πας να τις αναλύσεις με λογική πάνε περίπατο.
Αδυνατίζουν οι λεξούλες και χάνονται.
Και μετά μόνο λεξούλες μπορούν να το σώσουν.
Για αρχή.
Αν δεν προβούμε σε πράξη εμείς οι άνθρωποι θα μένουμε πάντα μετέωροι ανάμεσα στις ενδείξεις και τις λέξεις.

Μετεωροπορεία.
Κι η άνοιξη σε αφήνει τη μια μετέωρο κι απ’την άλλη σε καθηλώνει στη γη.
Μεταμορφώνεται σε όλες τις εποχές.
Κι εσύ θες μια άνοιξη έγχρωμη και ηλιόλουστη.
Σαφή.
Σαφώς.
Σαν φως.





"...το φάρμακο που καίει τις πληγές
είναι γραμμένο σ' αυτοσχέδιες συνταγές..."


Πιες-Σωκράτης Μάλαμας


Εσύ μου θύμισες πώς είναι

Εσύ μου θύμισες πως είναι
να θες με όλη την καρδιά σου
να βρίσκεις πάλι τα όνειρα σου μέσα στο φιλί.
Εσύ μου θύμισες πως είναι
να μη σου κρύβει το μυαλό σου
πως όλα είναι για καλό σου να φτάνεις στην πηγή


Ναι… Και να πίνεις νερό να ρωτάς τον καιρό
και να μπάινεις με φόρα στα τρένα
στο ταξίδι η ζωή να σε παίρνει μαζί
τα δικά σου να βρίσκεις στα ξένα.
 
Δεν θα μάθεις ποτέ τι σημαίνεις για μένα...

Εσύ μου θύμισες πως είναι
να αρπάζεις τη ζωή απ' το χέρι 
βαθιά να βάζεις το μαχαίρι μέσα στην πληγή.
Μου θύμισες ξανά πως είναι
να διώχνεις τη ντροπή απ'το πάθος
να βρίσκεις το σωστό στο λάθος μες στη διαδρομή.

Ναι… Και να πίνεις νερό να ρωτάς τον καιρό
και να μπαίνεις με φόρα στα τρένα
Στο ταξίδι η ζωή να σε παίρνει μαζί
τα δικά σου να βρίσκεις στα ξένα.

Δεν θα μάθεις ποτέ τι σημαίνεις για μένα…

Εσύ μου θύμισες πως είναι
να ανοίγεται μπροστά στο χάρτη
για δυό ανθρώπους μονοπάτι
αντί για την φθορά η αγάπη.

Ελεωνόρα Ζουγανέλη
Στίχοι-μουσική: Κώστας Λειβαδάς

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

"Freedom..."

Λοιπόν, κοίτα να δεις, είτε πιάνεις ένα χαρτί κι ένα στυλό, είτε ανοίγεις ένα έγγραφο στον υπολογιστή σου, είτε δεν κάνεις τίποτα απ’όλα αυτά, το μυαλό σου καταγράφει λέξεις.
Λέξεις στη σειρά.
Λέξεις στην τύχη.
Μονολόγους.
Λόγους μόνους.
Μοναχικούς.
Εκεί μέσα, στο μυαλό, συμβαίνουν όλα.
Και στο δικό μου.
Και στο δικό σου.
Και σε όλων.

Η ισορροπία μπορεί να υπάρξει κι εδώ-ανάμεσα στις λεξούλες.
Αρκεί να έχεις καλή σχέση με τον εγκέφαλό σου.
Αρκεί στην τελευταία τελεία να νιώθεις κάτι.
Αρκεί όταν το διαβάσεις να μπερδεύεσαι ακόμα κι εσύ που το γράφεις για το αν αυτό που γράφεις απευθύνεται κάπου.
Και να μη γίνονται όλα αυτά, μη σε νοιάζει.
Αρκεί να ξέρεις ότι αυτό εκεί έξω λέγεται ζωή και δε βιώνεται με λέξεις.

Υπάρχουν άπειρες λέξεις.
Αλλά θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε και με τα βασικά.
Λίγα ρηματάκια, λίγα ουσιαστικά, καμιά προθεσούλα, κανένα επιρρηματάκι και τα υπόλοιπα αισθήσεις.
Οι λέξεις είναι αποτέλεσμα αίσθησης.
Μέσα σου.
Χωρίς ορισμούς.
Καμιά φορά με ορισμούς, αλλά αυτό δεν είναι κανόνας.
Γενικότερα υπάρχουν κανόνες.
Αν δεις τα πράγματα από απόσταση.
Αν όμως εστιάσεις στα ενδιάμεσα όρια δε φαίνονται.
Γενικότερα, δεν πιστεύω στη λέξη «γενικότερα».
Μπορώ να σου μιλάω για τα «ειδικότερα».
Μπορώ και να μη σου μιλάω.
Μπορώ να παίζω γύρω-γύρω-όλοι με την ουσία.
Και μετά θα γίνω γύρω-γύρω-όλη.
Και στο τέλος, κάποιος θα πέσει κάτω:
Ή εγώ
Ή η ουσία
Ή και οι δύο.
Και δεν θα έχει καμία σημασία.
Μια ουσία, μόνη της, είναι άχρηστη χωρίς κάποιον να την αγγίζει.
Ένας άνθρωπος, χωρίς ουσία, είναι άχρηστος χωρίς να αναζητά και να πιάνει κάτι.
Δύο άνθρωποι χωρίς ουσία είναι άχρηστοι.
Είναι αέρας.
Χωρίς βάση.
Και είμαι λογική.
Τη θέλω τη στεριά μου.
Κι άσε με να αγναντεύω όσο αέρα αντέχω.
Για να θέλω να αγναντεύω αέρα σημαίνει ότι θα υπάρχει και κάποια στεριά να ακουμπάω.
Θα βουτάω και στη θάλασσα.
Και μετά θα στεγνώνω.
Θα στεγνώνω και τις λέξεις μου.
Με ευκολία.
Ποιος μίλησε για δυσκολία;
Ποιος είπε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα;
Τα πράγματα είναι «Ναι-Όχι».
Τα τριγύρω είναι δικαιολογίες.
Είναι τροφή για λέξεις.
Να κάνεις μια στοίβα από λέξεις και να τις αραδιάζεις.
Να ανοίγεις το στόμα σου και να αραδιάζεις μαλακίες.
Να πιάνεις λέξεις στα χέρια σου και να αραδιάζεις μαλακίες.
Προφορικές-γραπτές δεν έχει σημασία.
Όλοι μπορούμε να το κάνουμε.
Η ουσία που είναι;
Στα από πίσω, ε;
Στα «Ναι-Όχι».
Σε αυτά που καλό θα ήταν να λέγονται, αλλά δε λέγονται.
Σε αυτά που καλό θα ήταν να πράττονται, αλλά δεν πράττονται.

Οι άνθρωποι το θέλουμε το «τριγύρω».
Και μπορούμε να βρούμε δικαιολογία για όλα.
Καμιά φορά κάνουμε καμιά προσπάθεια για ουσία.
Δειλά-δειλά.
Με σαφή ή ασαφή δήλωση φόβου.
Για λίγη ουσία ρε.
Κι αν πας να την πιάσεις, χάνεται.
Τσαφ!
Ατμός.

Οι λεξούλες θέλουν προσοχή.
Ψάχνουν αέρα.
Χαρτί.
Οθόνη.
Αφτιά.
Μάτια.

Καμιά φορά, όμως, δεν ψάχνουν τίποτα.


FREEDOM

"What the fuck do you think is gonna happen
Things don't just happen, you make them happen
Maybe your life is weird, but it's yours
It's your only chance, live it now!
What the hell are you waiting for?
You know what?
You're free, you wanker, you just don't fucking know it!"

Michael Delta

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

"...Η άνοιξη..."

Θα ξυπνήσω αγκαλιά με μια άνοιξη.
Θα μου φορέσει χρώματα και χαμόγελα.
Θα θέσει όρια: από εδώ και πέρα.
Κι η «έρημος» της Τανάγρη σάουντρακ στα αφτιά.

Δεν την είχα προσέξει την αλήθεια του.
Του τραγουδιού εννοώ.
Και κοίτα που ήρθε πάνω στην ώρα.
«Όπως θα μπαίνει άνοιξη».
Όπως τελειώνει ο χειμώνας δηλαδή.
Όπως τελειώνει κι όπως αρχίζει.
Να η ισορροπία.
Σαν την ακολουθία των εποχών.
Κι όχι πως τα λουλούδια θα ανθίσουν ξαφνικά.
Το θέμα είναι να τα αναζητήσουν τα μάτια.
Να εστιάσουν εκεί.
Κι όχι πως δεν τα έψαχναν.
(Αν το μυαλό σου είναι φτιαγμένο για αναζήτηση…)
Αλλά μάτια είναι, ό,τι θέλουν κάνουν.
Κι ό,τι θες τα κάνεις.

Όρια-όρια-όρια.
«Συνέχεια στα όρια».
Παρατάσεις.
Η «παράταση» απ’την «παραίτηση» απέχει ένα γιώτα κι έναν τόνο.
Οι πολλές παρατάσεις οδηγούν στην παραίτηση.
Ακολουθία.
Τα όρια παίρνουν παράταση.
Έτσι γουστάρουν.
Κι άλλη παράταση.
Γιατί μπορούν.
Γιατί μπορείς.
Γιατί μπορείς να τα κάνεις να μπορούν.
Και μετά παραίτηση.
Γιατί μπορούν.
Γιατί μπόρεσες.

Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ηλίθιοι.
Αν κοιταχτείς προσεκτικά στον καθρέφτη θα το δεις.
Παίζουμε.
Παιδικά και ηλίθια.
Και καμιά φορά ενηλικιωνόμαστε και ζητάμε προορισμούς.
Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη γαμώτο.
Άλλο «ζητάω», άλλο «διεκδικώ» και άλλο «κάνω την πάπια».
Προορισμό.
Πορεία με λόγο.
Και μετά δημιουργείται «απορία».
(Κι η λέξη αυτή πάντα μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα και τη φωνή του εμπνευστή να λέει: «-α στερητικό και «πόρος», δηλαδή δεν υπάρχει πέρασμα».)
Αδιέξοδο.
Τέλμα.
Με πόσες λέξεις γίνεται κατανοητό;


Είμαστε απορίες.
Σε κοιτάζω απορημένη.
Σε ακούω απορημένη.
Έχω απορίες.
Είμαι απορία.

Η χωρίς λογο πορεία είναι ένα χαμένο παιχνίδι, να το ξέρεις.
Αμοιβαία χαμένο.
Σαν να ξεκινάς μια παρτίδα χαρτιά και μετά να φυσάει αέρας και να χάνεις τα φύλλα.
Ή να εισβάλει κάποιος και να στα κάνει άνω-κάτω.
Ξόδεμα χρόνου.
Παίζεις, διασκεδάζεις, στοπ.
Έλα, πες την αλήθεια, στα παιχνίδια παίζεις έχοντας στο μυαλό σου ότι μπορεί και να κερδίσεις.
Θέλει ρίσκο το παιχνίδι.
Θέλει και να θες.
Θέλει και περισσότερους από έναν.
Θέλει και α…ντοχές.
Και α…ρχή-μέση-τέλος.
Και α…λήθεια θέλει.
Και α...ρχίδια θέλει.
(και αν θες πάτα -χ- και διάβασε κότσια. Για τον καθωσπρεπισμό που σου αναλογεί. Η βαρύτητα των γραμμάτων. Η βαρύτητα των εννοιών.)

Η ζωή σου είναι χωρισμένη σε τομείς.
Τομέας από το «τέμνω».
Και ψάχνεις μια ισορροπία.
Κομματάκια οι τομείς.
Με βάρος.
Και βαρύτητα.
Κουβαλούν από μόνοι τους βάρος.
Τους βαραίνεις κι εσύ.
Τους δίνεις την ανάλογη αξία.
Η αξία είναι βάρος και βαραίνουν κι άλλο.
Ένα κομμάτι με ένα συγκεκριμένο βάρος.
Και πρέπει να έρθει σε μια ισορροπία με ένα άλλο κομματάκι και το βάρος που του αναλογεί.
Και με ακόμα ένα κομματάκι.
Και με πολλά ακόμα κομματάκια.
Και να φτιάξεις ένα παζλ.
Από τομείς που φέρουν ο καθείς το δικό του βάρος.
Κι εσύ τομέας είσαι στη ζωή κάποιου.
Κι εσύ βάρος φέρεις.
Και τον επιβαρύνεις.
Συστηματικά.

Το να βάλεις τα πράγματα σε τάξη είναι μια ψευδαίσθηση.
Η τάξη είναι μία ψευδαίσθηση.
Είμαστε διαφορετικοί.
Μεταξύ μας και με τον εαυτό μας.
Ορίζουμε διαφορετικά τα πράγματα.
Ορίζουμε διαφορετικά τα πράγματα κατά καιρούς.
Φέρουμε βάρη που αργότερα τους δίνουμε μια και τα πετάμε στο πρώτο εύκαιρο κενό.
Και μετά βουλιάζουμε στο πρώτο εύκαιρο κενό.
Και μετά δημιουργούμε κενό στο πρώτο εύκαιρο γέμισμα.
Και όσο κι αν με ιντριγκάρει η λέξη «ευκαιρία», άλλο τόσο με χαλάει η λέξη «ευκαιριακός».

Οι άνθρωποι εισπράττουν.
Ακατάπαυστα.
Λαμβάνεις ερεθισματα από παντού.
Η μία εκδοχή λέει ότι λαμβάνεις περίπου 600 ερεθίσματα την ημέρα και η άλλη εκδοχή 2000.
Γίνεσαι και ξαναγίνεσαι ό,τι είσαι κι ό,τι νομίζεις ότι δεν θα γίνεις ποτέ.
Γεννιέσαι και ξαναγεννιέσαι.
Μια συνεχής διαμόρφωση.
Κι εσύ παραμένεις κλειστός σε ηλίθιες κανονικότητες.
Κανονικές ηλιθιότητες.
Αφορισμοί.
Αν με ενοχλεί μία φορά ο "ορισμός", με ενοχλεί εκατό ο "αφορισμός".

Αν οι άνθρωποι δεν αποφασίσουν να γίνουν σαφείς θα συνεχίσουν να κολυμπάνε σε υποθέσεις και ανακρίβειες.
Μαζοχιστικά.
Σαν «νάρκισσοι αδιεξόδων».
Με γειά.

Στις πολλές χαμένες ευκαιρίες χάνεις.
Κανόνας αυτό.
Μετά συνδέεις τη λέξη «ευκαιρία» με τη λέξη «χαμένη».
Και δεν ψάχνεις καν διάγνωση: ποιος φόβος και μαλακίες;
Τι «δεν μας συγχωρώ»;
Προφανώς.
Οι μαλακίες δε συγχωρούνται.
Χαμένη ευκαιρία.
Χάσαμε.
Έχασα.
Έχασες.
Χαμένοι.
Χάσου.

Κι όσο κι αν με σαγηνεύουν οι παρατάσεις, το ρηματάκι "χάνεις" είναι από αυτά που δεν τις σηκώνουν.
Έχει τη δική του οριστικότητα.
Κι όσο κι αν με ιντριγκάρει η αοριστία, άλλο τόσο με καθησυχάζει η οριστικότητα.
Ξέρεις, χαδάκι στο κεφάλι.
Σαν ταξιδάκι με καράβι που ζαλισμένος μισοξυπνάς και ακούς «φτάσαμε».
Και να που δεν σε νοιάζει το που.
Σε νοιάζει μόνο να μη ζαλίζεσαι.
Να πατήσεις στεριά.
Και βγαίνοντας απ’το καραβάκι πετάς και στη θάλασσα μια σακούλα με λεξούλες που γράφει επάνω «άχρηστα».
Γιατί χρήσιμα δεν ήταν ποτέ.
Ό,τι δε μοιράζεται είναι άχρηστο.
Ούτε ανακυκλώσιμα είναι.
Σακουλίτσα.
Λεξούλες.
Υποθέσεις.
Ιστοριούλες.
Παιχνιδάκια.
Μαλακίες.
Και σε μπουκάλι να τα βάλεις, και να τα βρει κάποιος κάποτε, τι να τα κάνει μωρέ;

Άνοιξη.
Ας ανοίξει και το μυαλό.
Αέρα χρειάζεται.
Η άνοιξη είναι η εποχή της υπόσχεσης.
Και το «μια και καλή» δεν σου επιτρέπει παρατάσεις, ε;
Μια άνοιξη που ντύνεται υπόσχεση αρκεί να πραγματώσεις το «μια και καλή» που λέει το τραγούδι.
Γιατί καμιά φορά τα τραγούδια κουβαλούν τις δικές τους αλήθειες.
Μαζί με τις δικές μας.


Η άνοιξη

Την ώρα που κοιμάσαι τ' απογεύματα
θα σηκωθώ να φύγω πριν ξυπνήσεις
την ώρα που θα μπαίνουν στο ραδιόφωνο
του Ερυθρού Σταυρού οι αναζητήσεις.

Κι όσο κι αν πονώ όπως θα μπαίνει η άνοιξη
εγώ - δεν θα γυρίσω να κοιτάξω
κι έτσι ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη
  μια και καλή θα σε ξεγράψω.

Την ώρα που κοιμάσαι τ' απογεύματα
μ' αρέσει που θα βγω με τ' άρωμα σου
την ώρα που θα παίζει στο διάδρομο
του δειλινού το φως με τα κλειδιά σου.

Άλκηστις Πρωτοψάλτη

στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου-Σταμάτης Κραουνάκης
μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

"...Αμνησία..."

Μη μου δίνεις καμία σημασία.
«Αν είχα θάρρος για να πω το έλα, τώρα δεν θα ‘χα τη φωτιά στο αίμα».
Μη μου δίνεις καμία σημασία.
Τα περισσότερα πράγματα στο κεφάλι μου είναι απλά και μετρημένα.
Χωρίς δεκαδικούς.
Χωρίς περίπλοκες πράξεις και λέξεις.
Με περιφέρει μια εκνευριστική άγνοια.
Πέρα απ’τα μετρημένα.
Γιατί πέρα απ’τα μετρημένα υπάρχουν τα αμέτρητα.
Άμμος είσαι μωρέ.
Πώς να σε μετρήσω;
Και που να σε βάλω να χωρέσεις;
Πού να σε βάλω χωρίς να μου δημιουργείς πρόβλημα;
Σε ποιό κομμάτι του εγκεφάλου μου έχεις την αίσθηση ότι χωράς ολόκληρος;
Ολόκληρος και στέρεος.

Το μυαλό είναι χώρος δημιουργίας και εναπόθεσης.
Θα σε τυλίξω και θα σε κάνω δωρο σε μία γωνιά του.
Θα σε στολίσω με ένα πανέμορφο περιτύλιγμα, για να μη σε βλέπω.
Θα σε στριμώξω κάπου απόμερα.
Να μην ακουμπάς τίποτα και κανέναν.
Να μην επηρεάζεις ούτε σκέψεις, ούτε αισθήσεις.
Να υπάρχεις εκεί, σαν δώρο.
Να μη χρειάζεται να δω μορφή.
Να μη μου γεννάς ανάγκες.
Ένα δώρο σε μια γωνιά.
Που κάποια στιγμή θα χάσει τα ωραία του χρώματα.
Ένα περιτύλιγμα ξεθωριασμένο.

Και ρε γαμώτο, στερεύω από επίθετα μαζί σου.
Στερεύω από λέξεις.
Πώς να σε περιγράψω σε ‘μένα;
«Πανέμορφο περιτύλιγμα».
Άκου μαλακίες…
Σε τι χρειάστηκε το περιτύλιγμα;
Η έκπληξη έχει μηδενική διάρκεια.
Ξεχνιέται.
Το περιτύλιγμα θα είναι πάντα αδιάφορο.

Συλλογή.
Θα σε βάλω σε συλλογή.
Σε ποια να σε τοποθετήσω;
Χρειάζεσαι προσδιορισμούς.
Και δεν έχω κανέναν.
Κι ούτε θέλω να σε προσδιορίσω.
Και πάντα βαριόμουν τις συλλογές.
Που τοποθετείσαι ρε γαμώτο;
Να σε βάλω στο κομμάτι «άγνοια»;
«Παράλογο»;
«Θέλω»;
«Φοβάμαι»;
«Εμείς-οι-δυό-ρώτα-με-τι;»;
«Άγνωστοι»;
«Ηλίθιοι»;
«Μαλάκες»;
«Σε ξεχώρισα»;
«Μistake»;
«Στη σταδίου»;
«Αδιέξοδο»;

Πού χωράς ολόκληρος και χωρίς θέματα;
Πού θέτεις θέματα τα οποία είναι ολόκληρα;

Μη δίνεις σημασία στις λέξεις μου.
Παίζουν χωρίς να σε υπολογίζουν και πολύ.
Υπολογίζεις χωρίς να παίζεις και πολύ.
Φοβάμαι χωρίς να με νοιάζει και πολύ.
Με νοιάζεις χωρίς να φοβάμαι και πολύ.
Μπορεί και λίγο.
Μπορεί και καθόλου.

Έλα, μην κολλάς στις λέξεις.
Τα αμέτρητα είναι σε κουτάκια.
Χωρίς περιτυλίγματα και μαλακίες.
Ψιλοκλειδαμπαρωμένα.
Δε ζουν μαζί μου.
Ζουν παράλληλα.
Τα βγάζω να αναπνεύσουν.
Μέχρι να πνιγούν μόνα τους.
Μέχρι να γίνουν αυτόχειρες.
Μετά «δεν τα ξέρω-δεν με ξέρουν».
Πλάτη με πλάτη.

Η ζωή μου σε τάξη.
Κι ό,τι είναι σε τάξη, παραμένει.
Ήσυχο και γλυκό.
Η σημασία μου στην τάξη εστιάζει.
Η ουσία μου δεν έχω ιδέα.
Την αταξία την κάνω λέξεις και την αφήνω να επιβιώνει μέσα τους.
Και μέσα σε τραγούδια.
Την ουσία μου την τυραννάω.

Τα υπόλοιπα είναι ιδέες στεγανές που να μην μπάζουν κρύο.
Ξέρεις, ασφαλείς ιδέες.
Που τις κατέχεις.
Που η «κατάκτηση» δεν σε αφορά.
Που -εντάξει μωρέ- δεν τρελαίνεσαι κιόλας.
Που -δε βαριέσαι- έτσι είναι.
Που -να ‘χεις κάπου να ακουμπήσεις- μωρέ.
Που -άνθρωπος είσαι κι εσύ- μην το ξεχνάς.

Μη δίνεις καμία σημασία στις λέξεις μου.
Αν αντέχεις, βούτα.
Όχι με κλειστά μάτια όμως, μην κλέβεις.
Αν γουστάρεις, βούτα.
Το θέμα δεν είναι να βουτήξεις.
Το θέμα δεν είναι καν αν θα νιώσεις στεγνός ή βρεγμένος.
Το θέμα μάτια μου δεν είναι εδώ μέσα.


Μην παραμυθιάζεσαι.
Παίζω μέχρι να σταματήσω να θέλω.
Θέλω μέχρι να σταματήσω να παίζω.

Μετά ή θέλω πιο πολύ ή δεν θέλω καθόλου.
Το ενδιάμεσο στάδιο λέγεται «αμνησία».

Καλώς ήρθες στην «αμνησία» μου.

(ξέρεις, με ένα ακόμα α- στερητικό.)
...........

«Κι όλα αυτά που θέλω ν' αγαπάω
δε μ'ανατριχιάζουν πια».

Αμνησία

Δεν ξεσηκώνομαι, δεν ψάχνω, δεν ξεσπάω
Δεν προχωράω πίσω ή μπροστά
Κι όλα αυτά που θέλω ν'αγαπάω
δε μ'ανατριχιάζουν πια.

Γύρω μου οι σκιές έχουν παγώσει
κι έχω μείνει με το χέρι απλωμένο
Τι ήθελα να κάνω έχω ξεχάσει
Θα περιμένω ώσπου να θυμηθώ,
Θα περιμένω...

Λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης
Με νανουρίζει μια στριμμένη μελωδία
Όσοι περνούν τη χώρα της απόγνωσης
παθαίνουν αμνησία.

Δεν απορώ ούτε καταλαβαίνω
πώς συνεχίζω να υπάρχω μ'όλα αυτά
Θέλω να βγω από'δω μέσα κι όμως μένω
σε μια ομίχλη που ναρκώνει την καρδιά.

Γύρω μου το τζάμι έχει σπάσει
κι έχω μείνει με το βλέμμα καρφωμένο
Τι ήθελα να δω έχω ξεχάσει
Θα περιμένω ώσπου να θυμηθώ,
Θα περιμένω...


Τρύπες

Στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας
Μουσική: Γιώργος Καρράς

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

"...Κανονικά..."

Καμιά φορά έχεις λέξεις που δεν ξέρεις τί να τις κάνεις.
Καμιά φορά έχεις σιωπές, ενώ ψάχνεις για λέξεις.
Καμιά φορά ζητάς ευκαιρίες και δεν σου δίνονται.
Καμιά φορά σου δίνονται ευκαιρίες και το βάζεις στα πόδια.

Παίρνεις τις καλές σου τις λεξούλες και τις πνίγεις.
Ήρεμα-ήρεμα.
Σαν αυτούς που «φεύγουν ήσυχα και λογικά».
Σαν παράπονο που το πνίγει το μυαλό.
Σαν μυαλό που το πνίγει το παράπονο.
Σαν λέξη που την πνίγει η σιωπή.
Και σαν σιωπή που την πνίγουν οι λέξεις.

«Θα» που σκαλώνουν στην πρόθεση.
Προθέσεις που παρακωλύονται από «θα».
Η «θάλασσα» κρύβει ένα «θα».
Της πνιγμένης πρόθεσης.
Η «πρόθεση» κρύβει ένα «θε».
Του πνιγμένου «θέλω».

Θα έμπαινες ποτέ σε ένα καράβι που δεν θα σου έλεγε τον προορισμό του;
Έλα, άσε τα γλυκούτσικα, ποιητικά και φιλοσοφικά…
Θα έμπαινες;
Εγώ όχι.
Κι αν έμπαινα, σε λίγο θα έκανα μια βουτιά και θα γύριζα κολυμπώντας πίσω.
Κι η επιστροφή στη στεριά ταξίδι είναι.
Η συνείδησή μου αγαπά το άγνωστο στη θεωρία.
Η λογική μου όχι.
Ούτε το συναίσθημα.
Το συναίσθημα δεν αγαπά την ανασφάλεια.
Θέλει το καραβάκι να τάζει προορισμούς.
Κι ας λέει ψέματα.
Κι ας λέει ότι θα πάει δεξιά, ενώ πάει αριστερά.
Δεν σε νοιάζει μωρέ.
Ούτε ο εαυτός σου δεν ξέρεις πού πάει.
Θέλεις μόνο να ακούσεις ότι κάπου πάει.
Και το «πουθενά» προορισμός είναι.
Με βιαστικό τέλος βέβαια.
Συμπράττει με την ανασφάλεια το «πουθενά».
Και τις συμπράξεις αυτές δεν τις θέλεις.
Θες τον λόγο για τον χρόνο που ξόδεψες.
Όλοι θέλουμε να κρατάμε στα χέρια μας έναν «λόγο».
Θέλεις να ξέρεις τον προορισμό.
Ο προορισμός μετράει και άσε τις μαλακίες.
Εκεί έξω είναι «ζωή», δεν είναι χαρτιά, δεν είναι οθόνη, είναι αφή, είναι όσφρηση, είναι αισθήσεις.

Μια μέρα θα με κλείσω σε κανόνες.
Και θα παλεύω να τους τηρήσω.
Να με διατηρήσω μέσα τους.
Η διαφορά είναι ότι μέχρι τώρα οι κανόνες με διαλέγουν.
«Ήσυχα και λογικά».

Αυτή τη λογική ησυχία την φοβάμαι.
Και την ήσυχη λογική.
Την ησυχία του «μέσα μας».
Τη λογική για τα «έξω από εμάς».
Κάποια θέματα δεν είναι απόφαση.
Είναι οπτική.

Οι «χαμένες ευκαιρίες» είναι μονάδα μέτρησης.
Βάλ'το αυτό στα υπ'όψιν.

Και μέσα μου στίχοι διάσπαρτοι:
«Για ποια κρυμμένη αρμονία εσύ είσαι εκεί κι εγώ εδώ…»
«…Που δεν μπόρεσα να πιάσω τον κρυφό σου τον ρυθμό…»
«Θέλω να ‘ρθεις και να με βρεις να κάτσεις να τα πούμε».

Πώς χαράζουνε στη φλέβα τύχη κάτι τέτοιοι στίχοι.

Ρε συ στα τραγούδια όλα είναι εύκολα.
Είναι ταξιδάκια αναψυχής.
Με κρυμμένο τραύμα ή θαύμα.
Περιορισμένης διάρκειας.
Άνισης αλήθειας.
Ανυπόστατου εαυτού.
Συμπληρωματικής διάθεσης.
Αγνώστου σύμπαντος.

Fade to next song.
Kαι μετά stop.
Να τελειώνουν γρήγορα τα τραγούδια.
Να χτυπάει το καμπανάκι.
Να νιώθεις το κρύο όταν έχει κρύο.
Τη ζέστη όταν έχει ζέστη.
Τα τραγούδια σε παίζουν ανάποδα.
Ο αέρας τους.
Ο αέρας σου.
Ο αέρας μου.

On Air.
Είμαστε στον αέρα.
Είμαστε ο αέρας.

«Μόνο με αίσθηση κενού….»

Προσοχή στο κενό.
Μεταξύ ανάγνωσης και αντίληψης.

_________________________________

Επειδή μου ζητάτε παλαιότερες εκπομπές, θα προσπαθήσω να τις ανεβάζω πάνω δεξιά, κάτω από το λινκ του σταθμού. Και ευχαριστώ, ε;
_________________________________

Κανονικά


Αφού βρέχει και χιονίζει έξω
έλα να σε παίξω
για να κάνει ένας δεσμός ανταύγεια
φέρτε του σκοτάδια
Κι αν σου πω πως σαν αγάπη μοιάζεις
πες μου που με βάζεις
μόνο μ’ αίσθηση κενού
καινούργια γράφονται τραγούδια


Κανονικά, τυραννικά
γι’ αυτούς που καίνε τη ζωή μοναδικά
κανονικά κι ανήσυχα
γι’ αυτούς που φεύγουν ήσυχα
και λογικά


Αφού βρέχει και χιονίζει χρόνια
δείξε μου συμπόνια
κι ο λυγμός της ομορφιάς στα βάθη
κοίτα τι θα πάθει
προκειμένου να ‘χεις τέτοια λάμψη
πες το κι ας σε κάψει
πώς χαράζουνε στη φλέβα τύχη
κάτι τέτοιοι στίχοι
καμία φορά

Δήμητρα Γαλάνη

στίχοι: Λ. Νικολακοπούλου
μουσική: Σ. Κραουνάκης

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

"...Fairytale..."

«Focus» ή αλλιώς «εστίαση».
Η έλλειψη focus είναι θέμα.
Όταν το μυαλό είναι διάσπαρτο, μην έχεις και πολλές απαιτήσεις από αυτό.
Έχει τα όριά του.
Μέχρι κάπου φτάνει.
Από εκεί και μετά σωριάζεται.
Μπλέκεται.
Φλέγεται.
Μπερδεύεται.
Είναι περίεργα τα μπερδέματα.
Καμιά φορά είναι αποτέλεσμα focus.
Σου έρχεται το παρελθόν.
Προσωποποιημένο.
Ο εμπνευστής.
Του χαμογελάς αληθινά και αυθόρμητα.
(ξέρεις πόσο μου είχε λείψει το αληθινό και αυθόρμητο;).
Και το αφήνεις εκεί.
Στην επίγνωση της αγάπης.
Του «μέχρι εκεί».
Του «παραπέρα δεν έχει».
Του «καταλαβαινόμαστε».
Του «αθωωθήκαμε».
Και χαμογελάς με το «μέχρι εκεί».
Αληθινά και ανθρώπινα.


Και μετά «ανάγκη».
Μην την υποτιμάς.
Ξέρεις πόσο μαλακισμένες είναι οι ανάγκες;
Ξέρεις πόσο μαλάκας μπορείς να γίνεις γι’αυτές;
Σου σκάνε λέξεις:
Τρυφερότητα.
Χάδι.
Αγάπη.
Φροντίδα και προδέρμ.
Ανάγκη ρε.
Και μετά αναμνήσεις ενός παλιού και ξεχασμένου "μαζί":
Εσύ να με βάζεις για ύπνο.
Να με σκεπάζεις και να με χαϊδεύεις μέχρι να κοιμηθώ.
Να μου φτιάχνεις φέτες με μερέντα στις 4 το πρωί.
Αναμνήσεις.
Ύπουλες.
Ύπουλο το ρηματάκι "θυμάμαι".
Πιο ύπουλο όταν σε βρίσκει πάνω στην ανάγκη.
Ανάγκες ρε.
Απλές.
Και ξέρεις ότι ανά πάσα στιγμή μπορείς να πάρεις ένα τηλέφωνο.
Και να ξεσηκώσεις έναν άνθρωπο.
Να του θυμίσεις τη μερέντα και την αγκαλιά.
Και να σου πει ότι δεν την ξέχασε.
Επιβεβαίωση ρε.
«Ανθρώπων έργα».
Ξέρεις πόσο σπουδαίο άλλοθι είναι αυτό;
Η φρασούλα «ανθρώπινο είναι μωρέ», ξέρεις τι παγίδα είναι;
Ανθρώπινη παγίδα μωρέ…
Δε βαριέσαι μωρέ…
Όλοι είμαστε λίγο μαλάκες μωρέ…
Φύσει και θέσει.
Το focus φταίει.
Η ανάγκη φταίει.
Και τι σημασία έχει ποιος φταίει;
Δεν με αφορά.
Τα «θέλω» άλλού γέρνουν.
Και αποφεύγω το focus σε αυτά τα "θέλω".
Και αποφεύγω το focus στο πού γέρνουν.
Και τι σημασία έχει το πού γέρνουν;
Αν δεν ξημερώσει η μέρα που δεν θα μετράμε τα λόγια μας, θα συνεχίσουμε να κάνουμε λάθος focus.
Και να θυμόμαστε παλιές και ψεύτικες ανάγκες.
Να καλύπτουμε λανθασμένα τις ανάγκες.
Να μπερδεύουμε τις ανάγκες με τις «ανάγκες».
Ένα βηματάκι παραπέρα είναι η αλήθεια.
Η ευκαιρία δεν ξέρω πού είναι.
Η θέληση μπλέκεται με κάτι φόβους.
Με ένα φανάρι που είναι πορτοκαλί.
Και δεν ξέρεις αν προλαβαίνεις να περάσεις.
Αν δεν περάσεις, κόκκινο.
Κι εσύ ψάχνεις πράσινο.
Άμεσο.


‘Ωρες-ώρες νομίζω ότι έχουμε εισβάλει σε ένα τραγούδι με επαναλαμβανόμενο κουπλέ.
Δεν πάμε ποτέ στο ρεφραίν.
Εκεί που πας να ακούσεις την περίληψη, το ρεζουμέ, τη δήλωση -stop- και πάλι κουπλέ.
Το ξέρεις αυτό που είχε πει ο Einstein;
«Είναι τρέλα να κάνεις τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα».


Ρε συ τη λογική μου την κρατώ αλώβητη.
Μάλλον με κρατάει.
Όχι αλώβητη.
Με άμυνες.
Μια μέρα θα συγκεντρώσω όλες μου τις άμυνες και θα βαράω το κεφάλι μου πάνω τους.
Θα προσπαθώ να βγω, να τις ξεπεράσω, θα παίρνω φόρα να πηδήξω και θα κάνω γκελ επιστρέφοντας στο πάτωμα.
Στο τέλος, θα κοιμηθώ στο πάτωμα, θα κλείσω και τα μάτια…


Υπάρχουν κομματάκια ιστοριών που τα αφήνεις μόνα τους.
Η ζωή σου εξελίσσεται χώρια τους.
Αυτά εξελίσσονται με δικούς τους ρυθμούς.
Γεννιούνται, αναπνέουν, βρίζουν μόνα τους.
Μακριά από ‘σένα.
Μακριά από τη ζωή σου.
Είναι αυτά που επιβιώνουν σε κάτι τραγούδια.
Που το «μέσα σου» ώρες-ώρες δεν τα αντέχει.
Τα χτυπάει μέχρι να αρχίσουν να αντιδρούν.
Στο τέλος μένουν αναίσθητα.
Και πιο πολύ έτσι υπάρχουν: αναίσθητα.
Όταν αποκτούν αισθήσεις, ξυπνούν τα ζόρια.
Αισθήσεις και απαιτήσεις.
Και τα περιορίζεις εκεί.
Τα χτυπάς πάλι για να αναισθητοποιηθούν.
Όχι πως σου αρέσει…
Όχι πως σου αρκεί.


Τις ψιλοφοβάμαι τις λέξεις.
Και την απουσία τους.
Θα τις πλέξω, θα τις κάνω τραγούδι.
Ρεφραίν.
Μόνο ρεφραίν.
Από αντίδραση.


Οι ιστορίες που γράφουν μέσα σου είναι αυτές που τις μετράς με γνώμονα το «πόση λογική θυσίασες».
Για να αναπνεύσουν.
Για να αναπνεύσεις.


Μισή λογική.
Μισή αλήθεια.
Μισή απάτη.
Μισή συνήθεια.
Μισή.
Μισεί το άλλο μισό.
Μισώ τα μισά.
Μισά τα όρια.
Όρια τα μισά.
Τα ολόκληρα μην τα πιάνεις.
Απάτη κι αυτά.


Το ξέρεις ότι στη βάση τους όλα είναι τρομακτικά απλά, ε;
Το ξέρεις ότι κάποια στιγμή μέσα σου ξυπνάει ένας εγωισμός γιγάντιος και αποφασίζεις να τα παρατήσεις, ε;
Στο έχω πει ότι όταν αρχίζουν και βγαίνουν αυθόρμητα συμπεράσματα για ανθρώπους κάτι σημαίνει, ε;


Να προσέχεις που χρησιμοποιείς τη λέξη «ανάγκη» πιο πολύ από τη λέξη «αγάπη».
Η μόνη ανάγκη να είναι αυτή που ξεκινάει από εσένα και τελειώνει σε εσένα.
Τα υπόλοιπα να είναι διαλείμματα.
Να πιεις τον καφέ σου, να κάνεις το τσιγάρο σου, να πεις τη μαλακία σου.
Οι υπόλοιποι είναι διαλείμματα.
Στριμώχνονται στο πρόγραμμά σου και κοιτάς το ρολόι σου.


Να προσέχεις το focus.
Υπάρχουν μάτια που το ανατινάζουν.
Υπάρχουν μυαλά που το φοβούνται.
Υπάρχουν λέξεις που το μεγιστοποιούν
Και λέξεις που το ελαχιστοποιούν.


Να προσέχεις τα παραμυθάκια.
Υπάρχουν στιγμές που η κοκκινοσκουφίτσα ντύνεται λύκος και ρημάζει ό,τι βρει μπροστά της.
Και η ωραία κοιμωμένη ξυπνάει μια και καλή.
Και ξεσπάει.
Και οι νάνοι γίνονται γίγαντες.
Να τα ζεις τα παραμυθάκια.
Και να τα κάνεις πραγματικότητες.
Να τα ξυπνάς.
Είναι καλύτερο από το να τα ξυπνούν ανάγκες και παλιές πραγματικότητες.
Κι αν γίνεσαι και λίγο μαλάκας, μη σε νοιάζει.
Μέρος του παραμυθιού είναι.
Και της πραγματικότητας.
Και του focus.
Πάντα κάποιος πρέπει να σε θυμάται για κάτι…
Ανήκεις στο focus κάποιου.
Να τα ζήσεις τα παραμυθάκια.
Αν δεν αρπάξεις την ευκαιρία θα έχεις μόνο μια φαντασία που θα σε βολεύει.
Κι αν κάνεις focus σε βολέματα, «κράτα την άκρη σου».
Αν δε σπάσεις λίγο το βόλεμα, μη χτυπάς το παραμυθάκι.
Άσ’το να βουλιάξει.
Χάρτινο σε νερά.
Να τα προσέχεις τα παραμυθάκια.
Έχουν τέλος.
Και σκοπό.
Κι αν δε βρεθεί ο σκοπός έχουν μόνο τέλος.
"Στ' αλήθεια".


---------------
Το "fairytale" ανήκει στους "Μinor Project", ένα σπουδαίο - και το εννοώ- συγκρότημα τεσσάρων πιτσιρικάδων, εκεί γύρω στα 20. Κυκλοφόρησε πριν έναν μήνα το πρώτο τους album με τον τίτλο "In colors". Μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν από εδώ: www.antelmamusic.com


Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

"...Το αστέρι κι η ευχή..."

Το τέλος κάθε χρονιάς με τρομοκρατεί και με ανακουφίζει.
Το αποφάσισα.
Οι απολογισμοί δεν είναι συνειδητή διαδικασία.
Κι αυτό το αποφάσισα.
Είναι αυθόρμητη.
Σκάνε τα γεγονότα στο μυαλό.
Σκάνε οι στιγμές.


Η χρονιά που διανύεις είναι ταξίδι.
Συμφώνησα,
Διαφώνησα,
Στενοχωρήθηκα,
Χάρηκα.
Κι εσύ.
Και όλοι.


Η προσπάθεια τον Γενάρη.
Το mail της χαράς και η έναρξη των σπουδών τον Φλεβάρη.
«Η ιστορία κι η ευτυχία».
Ο αγαπημένος σου σταθμός να πεθαίνει.
Μια συναυλία.
Να ξεκινάς εκπομπή.
Να μπαίνουν άνθρωποι στη ζωή σου.
Να σου στέλνουν μήνυμα να περάσεις να πάρεις το εισιτήριό σου για τον Moby δύο ώρες πριν τη συναυλία.
Να χαμογελάς αληθινά κι ευτυχισμένα.
Να διαβάζεις.
Να φεύγουν άνθρωποι από τη ζωή.
«Άνθρωποι, σύννεφα, το μελάνι στα κύματα».
Να ανησυχείς.
Να θυμάσαι.
Να αγαπάς την ανάμνηση.
Να θυμάσαι τον εαυτό σου.
Να γνωρίζεις τον εαυτό σου.
Να συγχωρείς.
Τον εαυτό σου και τους άλλους.
Τους άλλους και τον εαυτό σου.
Να επιστρέφει το παρελθόν.
Να απορρίπτεται το παρελθόν.
Ολοκληρωτικά.
Να θες να γίνει παρόν.
Όχι το παρελθόν.
Η ζωή που παίζει.
Εσύ.
Εγώ.
Εμείς.
Ο κόσμος που θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Το ραδιόφωνο που θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Εμείς, αλλιώς.
Εμείς, έτσι.
Η ζωή που πάντα θα είναι έτσι κι αλλιώς.
Τα «Δειλινά».
Οι λέξεις που καίω.
Οι φόβοι που με καίνε.
«Όταν ο Θεός σε έφτιαξε, σε έφτιαξε για να αγαπάς»
Η «Κυριακή» του Δρογώση.
Η μέρα που θα έρθει και όλα τα τραγούδια θα πάψουν να μιλάνε για ‘σένα.
Εγώ χωρίς εμένα.
Το «Με θέλεις, χωρίς εσένα».
Εσύ...


Τρεις ημέρες πριν το τέλος του χρόνου καταφτάνει μια διαπίστωση και γελάω:
Όταν τα δευτερόλεπτα συνωμοτούν, κερδίζει η αμηχανία.
Η αμηχανία είναι άβολη, αλλά αν σε βολέψει την πάτησες.


Όλα αυτά τα είχα γράψει χθες.


Σήμερα ήρθαν να προστεθούν κι άλλα.
Αν το συναίσθημα μεταφραζόταν σε λέξεις, θα ήταν όλα λιγάκι πιο εύκολα.
Νιώθεις ότι κάτι χάνεις.
Ξέρεις ότι κάτι έχεις κερδίσει.
Αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Σήμερα ήρθε ένα τέλος.
Με συγκίνηση.
Συγκινούμαι άρα υπάρχω.
Αγαπάω άρα υπάρχω.
Ευχαριστώ άρα υπάρχω.
Το "από εδώ και πέρα" οφείλει πάντα να είναι καλύτερο.

Τελικά, όσα γεγονότα και να θυμηθείς τη χρονια του απολογισμού, καταλήγεις στον εαυτό σου και σε ανθρώπους.
Ποιοι μπήκαν, ποιοι βγήκαν, ποιοι στάθηκαν.
Ποιοί σε άγγιξαν, ποιοι σε βοήθησαν, ποιοι σε έκαναν να νιώσεις.
"Εσύ μου θύμισες πώς είναι..."

Σήμερα χάρηκα αληθινά μετά από τόσους μήνες για εκείνη τη συναυλία τον Μάρτιο.
Σήμερα ένιωσα ότι ήμασταν εκεί και προσπαθήσαμε.

Και θυμηθηκα.

Έκανα τη χρονιά μια σταλιά και την πήρα στα χέρια μου.
Την κοίταξα με την προσοχή που της έπρεπε.
Ο απολογισμός δεν γίνεται για να γραφτεί εδώ.
Γίνεται για να ξέρεις.
Να θυμάσαι και να ξέρεις.
Έχω πολλά ευχαριστώ.
Αυτό είναι το κέρδος.
Ευχαριστώ για τα ταξίδια αυτης της χρονιάς.


…Στην απόπειρα απολογισμού τα λογάκια δεν είχαν θέση.
Ο Γλ μου κι εγώ συνεννοούμαστε.
Μετά τη βροχή, παίρνουμε παγωτό στο καταχείμωνο και ακούμε το «ανθρώπων έργα».
Κι ο καθένας στο μυαλό του κάνει απολογισμό.
Εκεί γίνονται οι απολογισμοί.
Εκεί υπάρχει και το συναίσθημα.
Όχι στο μυαλό.
Μέσα σου.
Και μέσα μου.


Α, ναι!
Τραγούδια του 2011:
1.Μάθε μου να περπατάω ξανά-Θέμης Καραμουρατίδης
2. One and only-Adele.
Γιατί "you 'll never know if you never try to...".
Aδυναμία.

(Μου ήρθε ένα mail που με ρωτούσε αν υπάρχει κάπου η εκπομπή της Τρίτης που πέρασε..
Υπάρχει. Βάζω και εδώ το λινκ για όποιον: http://www.zshare.net/audio/98083562a58fdb6d/ 
Και ευχαριστώ.)

Δεν έχω σκοπό να χαρακτηρίσω μουσικά το 2011. Τα βαριέμαι αυτά.
Ξέρω μόνο ότι αγάπησα τον παλιό Πάριο. Κι ότι όσες φορές κι αν άκουσα τον Μητροπάνο να το τραγουδάει, δεν κατάλαβα ποτέ τι είναι η σούστα που πήγαινε μπροστά!


Δεν αγαπώ τους χαρακτηρισμούς.
Δεν θα ψάξω να βρω επίθετα να χαρακτηρίσω το 2011.
Γεμάτο ήταν πάντως.


…Σαν αυτό που έγραφα πέρυσι:
«...Είναι όμορφο στο τελείωμα του χρόνου να κοιτάς πίσω και να αντικρύζεις κατηφόρα...»
Κάτι σημαίνει.
Να κρατήσουμε την αστερόσκονη που είναι φτιαγμένη από τα παιδικά μας όνειρα.
Να τη σκορπίσουμε στον αέρα.
Να χρυσώσει τις μέρες μας.
Και τη ζωή μας.
Να πιστέψουμε στα παραμυθάκια.
Της ζωής μας.
Που αν τα κοιτάξεις με προσοχή θα δεις και τα θαυματάκια που σκάνε.


Υγεία και αγάπη. Κλισέ ουσιαστικά και απαραίτητα.

Καλή χρονιά!

(To αστέρι κι η ευχή-Ευανθία Ρεμπούτσικα)