Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

"Ο ΕΞΩΣΤΗΣ..."

Είναι λεπτά τα όρια μεταξύ «πρόφασης» και «απόφασης».
Είναι λεπτά τα όρια μεταξύ του «φεύγω» και του «έρχομαι».
Κάπου εκεί κινούμαι.
Ανάμεσα σε δύο ρήματα και δύο ουσιαστικά.
Ανάμεσα στα όριά τους.
Ανάμεσα στα όριά μου.
Ανάμεσα στα όριά σου.
Ανάμεσα στις λέξεις.



Απλή η ζωή.
Με αρχή-μέση-τέλος.
Με ένα «τέλος» που έρχεται τόσο φυσικά.
Και αθόρυβα.
Ζούμε άραγε το ίδιο φυσικά;
(Ελπίζω όχι αθόρυβα.)
Αμήχανοι μπροστά του.
Δεν το κινούμε εμείς.
(Αυτά που κινούμε εμείς τα φροντίζουμε;)
Γιατί αυτό που θεωρούμε αυτονόητο θέλει καμπανάκι υπενθύμισης για να αποκολλήσεις την ταμπέλα «αυτονόητο»;
Γιατί χρειαζόμαστε αφορμές για να κατανοήσουμε την ουσία;
Αμηχανία…
Το τέλος κάθε ζωής μου προκαλεί αμηχανία.
Στο τέλος της ζωής, εύχεσαι μόνο να υπήρχε ζωή… Γεμάτη.





Στεκόμαστε και κοιτάμε.
Μάτια κοιτάμε.
Όψη κοιτάμε.
Μια ζωή κοιτάμε.
Απέναντί μας.
Με ερωτηματικά.
«Τι θα γινόταν αν…;».
Γινότ-αν.
Γιν-όταν.
Με δεμένα χέρια.
Παραλυμένα.
Μάτια παραλυμένα.
Κι αν σε πάνε τα πόδια σου τί τις θες τις δικαιολογίες για το μυαλό;
Τα πόδια ξέρουν καλύτερα καμιά φορά.


Κάποια στιγμή, τα μάτια κοιτούσαν μία τον Ταΰγετο, μία τη θάλασσα.
Τι βρίσκουν οι άνθρωποι στα βουνά;
Ποτέ δεν κατάλαβα.
Μετά, και τα δύο μάτια στη θάλασσα.
Κολλημένα.
Για να χαθεί το μυαλό.
Με δικαιολογία την απεραντοσύνη του γαλάζιου.
Σπουδαίο άλλοθι το γαλάζιο.
Και τα πόδια τον δικό τους δρόμο.
Το μυαλό το δικό του.
Μπερδεύεσαι.
Φανάρι.
Να περάσεις απέναντι.
Να κυλήσεις ανάμεσα στα πόδια και το μυαλό.
Τα εμπόδια κάποιος τα έθεσε.
Τα πόδια ή το μυαλό.
Ή και τα δύο.
Κάποιο από τα δύο παίζει.
Γλιστράς.
Κάπου ανάμεσα.


Η αναμονή δεν θα έπρεπε να μετριέται σε χρόνο.
Μόνο σε τσιγάρα.
Και η σκέψη όταν μονοπωλείται έχει όνομα.
Κύριο όνομα.
Δεν θα έπρεπε να λέγεται σκέψη.


Καμιά φορά ανήκουμε στην όψη.
Για λίγο.
Συνήθως ανήκουμε στο μυαλό.
Για όσο…


Στις διακοπές αγαπώ τις διακοπές.
Τις παύσεις της γλώσσας.
Την απουσία λέξεων.
Την αυτονομία των ματιών.
Να χάνονται σε κάτι χρώματα περίεργα.
Που λέξεις δεν χωράνε.
«Θυμάμαι στα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο….»
Κι είναι ύπουλη η μνήμη.


Έχεις νιώσει ποτέ ότι τα αφτιά σου δεν θέλουν να λειτουργήσουν;
Έχεις νιώσει ποτέ ότι βλέπεις μόνο στόματα να ανοιγοκλείνουν και το μυαλό σου φτιάχνει μουσικές;
Τις πιο όμορφες μουσικές.
Μόνο του.
Κάποια στιγμή δεν θες να ακούσεις τίποτα.
Δεν σε νοιάζει τίποτα.
Κάποια στιγμή όλα μικραίνουν.
Κάποια στιγμή οι λέξεις επιπλέουν.
Χάρτινες.
Βουλιάζουν.
Πνίγονται.
Διακοπές.
Διακόπτης.
Αντοχές.
Κλείνουν.
Κλείνει.
Κύκλος.
Ανοίγει.
Κλείνει.
Παράθυρο.
Ανοίγει.
Κλείνει.
Άνθρωποι.
Αγκαλιές.
Ανοίγουν.
Κλείνουν.




Κάπου εδώ χανόμουν:

Με τα «δειλινά» της Μοσχολιού, στα ακουστικά.
Και μια ηρεμία που παρέχεται άφθονη όταν την επιζητάς.
Με το μυαλό να ξέρει καλά…
Να κάνει τους απολογισμούς του τόσο αυθόρμητα.
Να παρατηρεί τους ανθρώπους.
Και τους ανθρώπους του.
Να αντιλαμβάνεται την ηρεμία.
Και την ειρωνεία.
Και όλα αυτά που δεν κοστίζουν τίποτα τελικά.
Και όλα αυτά που με τον δικό τους τρόπο σε χρεώνουν.
Με κάποιο τρόπο γράφονται στο βιβλίο σου.
Κλείνονται σε κεφάλαια.
Δίχως λέξεις.


Το έχω ξαναγράψει, αγαπώ τα δειλινά.
Κυρίως αυτά που τα ζεις στη θάλασσα.
Απέναντί σου ένα έγχρωμο άγνωστο άπειρο.
Μια εικόνα που σου δημιουργεί εικόνες.
Πραγματικές.
Καμιά φορά εξιδανικευμένες.
Θες να βουτήξεις.
Αλλά έρχεται και σε βουτά.
Η εικόνα.
Η μνήμη.
Η επιθυμία.
Η πρόφαση.
Η απόφαση.
Βουτιά.
Με τα μάτια ανοιχτά.
«Βουτιές με το κεφάλι».
Και βγαίνεις στεγνός.




Σιωπή αναζητούσα.
Σαγηνευτική η σιωπή…
Η μία.
Αν προστεθεί και άλλη σιωπή που δεν την έχεις διαλέξει δημιουργείται θόρυβος.
Αν-ησυχίες…


Στην υπέρβαση βρίσκεται η ουσία.
Στο παραπέρα βηματάκι.
Να αλλάξει ο δρόμος…
…«αν αφεθείς σε οδηγάει ο δρόμος»…


Το «μέλλον» απ’το «μάλλον» απέχει ένα γραμματάκι.
"Γυρίζω τις πλάτες μου στο μάλλον..."
Κοινό τους η ασάφεια.
Ασφαλέστατη.
Βολεύει.
Καταφύγιο.



Οι διακοπές παράξενες φέτος.
Με τον «εξώστη» να αποτυπώνει σχεδόν απόλυτα (και «σχεδόν» και «απόλυτα», καλά το πάω…) το μυαλό μου.
Στο replay.
Στίχο-στίχο.
Εικόνα-εικόνα.
Κάπου-κάπου έμπαινε και το «σε εσπερινό του Νότου».
Συνδυασμός…
Η ισορροπία χαμένη υπόθεση.


«…Ταξίδεψέ με όπου εσύ πιστεύεις, είμαι τυφλός και μόνο εσύ το ξέρεις…»







Ο ΕΞΩΣΤΗΣ


Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου
ν' ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τρένου
να κοιτάνε στον ορίζοντα ένα τοπίο άβατο
να σκέφτονται αν η αγάπη είναι πιο κρύα απ' το θάνατο
Από ένα εξώστη μου έδειχνε μια άλλη ζωή
τώρα αυτός είναι στο διάστημα κι εγώ ακόμα στη Γη
περπατώντας σ' ένα επίπεδο προάστιο
σημαδεύω τους ανθρώπους μ' ένα κομμένο λάστιχο


Κι εγώ που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου
φτιάχνω τον κόσμο μ' ένα κομμάτι τής ψυχής σου
κι απ' τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
κάθε καλοκαίρι το "θάνατο στη Βενετία"
κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε


Χιλιάδες εικόνες έρχονται σαν κύματα
αλλεπάλληλα μου στέλνεις μηνύματα
συνθήματα στους τοίχους, στο κέντρο της πόλης
όπου κοιτάξω, η ζωή μου όλη
μια μεγάλη απόδραση με τον Ήτα-Βήτα
για μεγάλους κλέφτες σαν τον Κ. Βήτα
στέκομαι εδώ χωρίς να ξέρω τι θέλω
κι είναι τόσο ωραία όλα αυτά που πιστεύω


Κι εγώ που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου
φτιάχνω τον κόσμο μ' ένα κομμάτι τής ψυχής σου
κι απ' τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
κάθε καλοκαίρι το "θάνατο στη Βενετία"
κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε


Ταξίδεψέ με όπου εσύ πιστεύεις
είμαι τυφλός και μόνο εσύ το ξέρεις
τα πιο όμορφα πράγματα χάνονται γρήγορα
άνθρωποι, σύννεφα, το μελάνι στα ποιήματα
Πόσο παράξενα χτυπάει τώρα η καρδιά μου
υπάρχει άδικο έξω απ' τα όνειρά μου
θυμάμαι στα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο
θυμάμαι στα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο


Κι εγώ που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου
φτιάχνω τον κόσμο μ' ένα κομμάτι τής ψυχής σου
κι απ' τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
κάθε καλοκαίρι το "θάνατο στη Βενετία"
κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε

Στέρεο Νόβα